νυχιά, η, ουσ. [<νύχι + κατάλ. -ιά], η νυχιά. 1. μικρή οικονομική ζημιά: «απ’ την τελευταία κρίση στην αγορά ευτυχώς τη γλίτωσα με νυχιές». Από το ότι οι αμυχές από νύχι θεωρούνται μικροτραύματα. 2. (στη γλώσσα της αργκό) ποσότητα χασισιού, όση μπορεί κανείς να κόψει με το νύχι του: «μου ’δωσε και μένα μια νυχιά απ’ το χασίσι που είχε». 3. κατ’ επέκταση, ελάχιστη ποσότητα: «μου ’δωσε και μένα μια νυχιά, για να μην έχω να λέω»·
- ούτε νυχιά, χωρίς να πάθω τον παραμικρό τραυματισμό: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του μέσα σ’ ένα χαντάκι και δεν έπαθε ούτε νυχιά».