ντούκου, επίρρ. [ηχομιμητική λ. από τον ήχο που παράγεται όταν χτυπήσει κάποιος ελαφρά τη γροθιά του πάνω σε ξύλο· ίσως και από το τουρκ. dünkü (= χθεσινός)]. 1. (στη γλώσσα της αργκό) τοις μετρητοίς: «ό,τι αγοράζω, το πληρώνω ντούκου κι ησυχάζω || αγόρασα τ’ αυτοκίνητο δέκα χιλιάδες ευρώ και ντούκου». 2. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) δήλωση χαρτοπαίχτη, όταν έρθει η σειρά του να παίξει, που σημαίνει πως δεν ποντάρει στη συγκεκριμένη γύρα του παιχνιδιού και το αφήνει να συνεχιστεί μέχρι να ξανάρθει η σειρά του. Συνήθως, παράλληλα με τη δήλωση, ο χαρτοπαίχτης χτυπάει ελαφρά και τη γροθιά του ή τα δάχτυλά του επάνω στο τραπέζι (και ακούγεται ο ήχος “ντούκ(ου)”). Πολλές φορές, ο παίχτης δηλώνει την πρόθεσή του αυτή μόνο με την παραπάνω χειρονομία·
- κάνω ντούκου, εκπλήσσομαι, νιώθω αμηχανία (Λαϊκό τραγούδι: πάμε για να μοστράρουμε στα πιο γνωστά μας στέκια, να κάνουν ντούκου σαν μας δουν της πιάτσας τα ντερέκια). Από την εικόνα του χαρτοπαίχτη που για ένα διάστημα αμφιταλαντεύεται, μέχρι να αποφασίσει πως δε θα ποντάρει στη συγκεκριμένη γύρα του παιχνιδιού, χτυπώντας και τη γροθιά του ελαφρά επάνω στο τραπέζι·
- ντούκου τον παρά ή ντούκου του παρά, τοις μετρητοίς (συνοδεύεται από κίνηση που παρομοιάζεται με αυτή που κάνει το χέρι, όταν μετράει χρήματα): «ό,τι αγοράζω, το πληρώνω ντούκου τον παρά για να ’χω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- πάω ντούκου, αφήνω να περάσει η σειρά μου, παραχωρώ τη σειρά μου στον επόμενο παίχτη του καρέ: «κάθε φορά που δεν έχω καλό φύλλο, πάω ντούκου»·
- το περνώ ντούκου ή το περνώ στο ντούκου, α. δε δίνω ιδιαίτερη σημασία σε κάποιο γεγονός ή λόγο, κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι, πως δεν καταλαβαίνω: «κάποια στιγμή είπε κάτι άσχημο για μένα, αλλά το πέρασα ντούκου για να μη γίνει φασαρία». Από την εικόνα του χαρτοπαίχτη που αφήνει να περάσει η σειρά του χωρίς να ποντάρει. β. δε δίνω την πρέπουσα σημασία, αφήνω να μου ξεφύγει κάτι: «εσύ μπορεί να το πέρασες στο ντούκου, αλλά εγώ κατάλαβα πως είχε λεφτά η δουλειά και τα κονόμησα»·
- τον περνώ ντούκου ή τον περνώ στο ντούκου, προσποιούμαι πως δεν τον αντιλαμβάνομαι, τον προσπερνώ χωρίς να τον χαιρετήσω, προσποιούμαι πως δεν ακούω τι μου λέει, δεν τον υπολογίζω, αδιαφορώ για την παρουσία του, τον υποτιμώ: «αν δεν τον περνούσα ντούκου, έπρεπε να πλακωθούμε μπροστά στον κόσμο || τον περνούσαμε όλοι στο ντούκου και τώρα που έγινε μεγάλος και τρανός, δεν έχουμε μούτρα να τον χαιρετήσουμε». Από την εικόνα του χαρτοπαίχτη, που για δικούς του λόγους δεν ποντάρει στη συγκεκριμένη παρτίδα του παιχνιδιού.