ντόρος, ο, ουσ. [ίσως από το αρχ. επίθ. τορός (= διαπεραστική φωνή)]. 1. πολύς θόρυβος, μεγάλη ταραχή, φασαρία από χαρούμενες φωνές, γέλια, αστεία και διάφορα θορυβώδη παιχνίδια: «ο ντόρος που δημιουργούνταν απ’ τα παιχνίδια των παιδιών, έδινε μια ζωντάνια στη γειτονιά». 2. θόρυβος, δημόσιες συζητήσεις και σχόλια, θετικά ή αρνητικά, λόγω κάποιου γεγονότος: «έγινε μεγάλος ντόρος, όταν μαθεύτηκε πως δωροδοκήθηκε κοτζάμ υπουργός»·
- γίνεται πολύς ντόρος, συζητείται, φημολογείται, διαφημίζεται έντονα κάποιος ή κάτι: «γίνεται πολύς ντόρος για το καινούριο έργο του τάδε σκηνοθέτη || η τάδε αντιπροσωπεία έφερε ένα καινούριο αμάξι για το οποίο γίνεται πολύ ντόρος». (Τραγούδι: είναι φίνος κανταδόρος κι όπου πάει γίνεται ντόρος και μ’ αυτό μας τρελαίνει το μυαλό
- έγινε πολύς ντόρος για το τίποτα, βλ. φρ. έγινε πολύς θόρυβος για το τίποτα, λ. θόρυβος·
- κάνω ντόρο, προκαλώ μεγάλο ενδιαφέρον γύρω από το όνομά μου, βρίσκομαι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης, συζητείται έντονα το όνομά μου θετικά ή αρνητικά, εντυπωσιάζω: «όπου και να πάει, κάνει ντόρο με την παρουσία του || ο δημόσιος διαπληκτισμός των υπουργών έκανε ντόρο». Συνών. κάνω σαματά (γ)·
- πολύς ντόρος για το τίποτα, βλ. φρ. πολύς θόρυβος για το τίποτα, λ. θόρυβος·
- πολύς ντόρος γίνεται, βλ. φρ. γίνεται πολύς ντόρος·
- το κάνω ντόρο, διαδίδω, διαλαλώ κάποιο μυστικό: «μια φορά σου είπα ένα μυστικό κι εσύ πήγες και το ’κανες ντόρο σ’ όλη τη γειτονιά»·
- τόσος ντόρος για το τίποτα! βλ. φρ. πολύς ντόρος για το τίποτα.