νταντέλα κ. δαντέλα κ. ταντέλα, η, ουσ. [<γαλλ. dentelle], η δαντέλα·
- έγινα νταντέλα, εξαντλήθηκα πολύ από κούραση ή από κάποια αρρώστια: «ξεφόρτωσα μοναχός μου ολόκληρο φορτηγό κι έγινα νταντέλα || ήμουν ένα μήνα στο νοσοκομείο από αναπνευστικά προβλήματα κι έγινα νταντέλα»·
- μένω νταντέλα, χάνω όλα τα χρήματά μου, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «παίζαμε όλο το βράδυ και το πρωί είχα μείνει νταντέλα»·
- την έκανα νταντέλα, της επέβαλα τη σεξουαλική πράξη πολλές φορές από μπρος και από πίσω: «την είχα όλο το βράδυ στην γκαρσονιέρα μου και την έκανα νταντέλα»·
- τον άφησαν νταντέλα, του κέρδισαν όλα τα χρήματα, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «έπαιξε με κάτι χαρτοκλέφτες και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα τον άφησαν νταντέλα»·
- τον κάνω νταντέλα, α. τον δέρνω άγρια, τον κατανικώ: «μόλις πήγε να του κουνηθεί ο άλλος, τον άρπαξε στα χέρια του ο δικός σου και τον έκανε νταντέλα». β. τον εξασθενώ, τον καταβάλλω σωματικά: «έμπλεξε με μια πιτσιρίκα, γέρος άνθρωπος, και τον έκανε νταντέλα»·
- τους κάναμε νταντέλα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τους παίξαμε όπως εμείς θέλαμε, τους διασύραμε: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που τους κάναμε νταντέλα».