νούλα, η, ουσ. [<ιταλ. nulla (= μηδενικό)]. 1. άνθρωπος εντελώς ανάξιος λόγου, εντελώς ασήμαντος, τιποτένιος: «είναι ντροπή σου να κάνεις παρέα μ’ αυτή τη νούλα». 2. η αποτυχημένη βολή στη σκοποβολή: «έχω τρελαθεί στις νούλες κι είναι η δέκατη φορά που ρίχνω». 3. η αποτυχημένη ζαριά στο τάβλι, ιδίως εκείνη που αφαιρεί τη δυνατότητα στον παίχτη να επαναφέρει κάποιο χτυπημένο πούλι στην αφετηρία για να μπορέσει να συνεχίσει το παιχνίδι: «ας είχες κι εσύ τις νούλες που είχα εγώ, και θα σου ’λεγα αν θα με κέρδιζες». 4. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η αποτυχημένη προσπάθεια παίχτη να χτυπήσει την μπάλα με το πόδι και πιο σπάνια με το κεφάλι του: «δεν περίμενε κανείς απ’ αυτόν τον παιχταρά τέτοια νούλα μπροστά σ’ άδεια εστία!». 5. (γενικά) η αποτυχία: «όλη του η ζωή ήταν μια νούλα»·
- κάνω νούλα, α. αποτυχαίνω να βρω το στόχο μου: «είναι τόσο ατζαμής, που κι από τρία μέτρα να τον βάλεις να ρίξει, πάλι νούλα θα κάνει». β. αποτυχαίνω να φέρω τη ζαριά εκείνη στο τάβλι που θα μου δώσει τη δυνατότητα να επαναφέρω κάποιο χτυπημένο πούλι στην αφετηρία για να μπορέσω να συνεχίσω το παιχνίδι: «είχε τέσσερις πόρτες ανοιχτές και δεν μπορούσα να βάλω μέσα το πούλι μου, γιατί έκανα συνέχεια νούλα». γ. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) αποτυχαίνω να χτυπήσω την μπάλα με το πόδι και πιο σπάνια με το κεφάλι μου και χτυπώ στον αέρα: «και την ώρα που τιναχτήκαμε όλοι όρθιοι να φωνάξουμε γκολ, αυτός έκανε νούλα μπροστά σ’ άδεια εστία». δ. (γενικά) αποτυχαίνω σε κάποια προσπάθειά μου: «μ’ ό,τι κι αν καταπιαστεί αυτός ο άνθρωπος, στο τέλος κάνει νούλα κι ησυχάζει»·
- φέρνω νούλα, αποτυχαίνω να φέρω τη ζαριά εκείνη στο τάβλι που θα μου δώσει τη δυνατότητα να επαναφέρω κάποιο χτυπημένο πούλι στην αφετηρία για να μπορέσω να συνεχίσω το παιχνίδι: «έφερα πέντε νούλες απανωτές κι έτσι μου πήρε το παιχνίδι».