αγαθομούνης, ο, θηλ. αγαθομούνα, η, ουσ. [<αγαθο- + μουνί + -ης], (υποτιμητικά ή κοροϊδευτικά) αυτός που είναι πολύ αθώος στα ερωτικά: «είναι τόσο αγαθομούνης, που δεν κατάλαβε πως η γκόμενα πέθαινε για πάρτη του».