Νιαγάρας, ο, ουσ. [<αγγλ. Niagara], ποταμός στα σύνορα Καναδά και Η.Π.Α., διάσημος για τους καταρράχτες του. 1. δηλώνει άφθονο και ορμητικό νερό: «μετά τη νεροποντή, οι δρόμοι έγιναν σαν το Νιαγάρα». 2. μικρό ντεπόζιτο, όπου αποθηκεύεται νερό για χρήση στην τουαλέτα: «σε λίγο ακούστηκε το νερό που έτρεχε απ’ το Νιαγάρα». Συνών. καζανάκι·  
- δε σε ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας, α. δε θα μπορέσεις σε καμιά περίπτωση και με κανένα τρόπο να γλιτώσεις το υβρεολόγιο που θα υποστείς για τον άστοχο λόγο ή για την άστοχη πράξη σου: «αν μάθει ο διευθυντής την πατάτα που έκανες, δε σε ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας». β. δε θα μπορέσεις σε καμιά περίπτωση και με κανένα τρόπο να ξεπεράσεις τη ντροπή, το ρεζιλίκι, από τη δύσκολη κατάσταση στην οποία έχεις περιέλθει: «όπως έκανες τα πράγματα, δε σε ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας». Στην ίδια περίπτωση ακούγεται και το δε σε ξεπλένει ούτε ο Δούναβης ενώ στην αναφορά του Νείλου ακούγεται σχεδόν πάντα δε σε ξεπλένει ούτε ο Νείλος ποταμός. Δεν ακούγεται για κανέναν άλλον ποταμό. Συνών. δε σε ξεπλένει ούτε ο ποταμός / δε σε ξεπλένει ούτε ο ωκεανός·
- τράβα (και) το Νιαγάρα, βλ. συνηθέστ. τράβα (και) το καζανάκι, λ. καζανάκι·
- χύνει σαν το Νιαγάρα, (και για τα δυο φύλα) έχει πληθωρικό οργασμό: «αυτό που χαίρομαι σ’ αυτή τη γυναίκα είναι ότι χύνει σαν το Νιαγάρα».