νεροφίδα,
η, ουσ.
[<νερό + φίδι], η νεροφίδα· αυτός που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες
οινοπνευματωδών ποτών: «έχω δει πολλούς να πίνουν, αλλά τέτοια νεροφίδα πρώτη
φορά είδα στη ζωή μου»·
- πίνει
σαν νεροφίδα, καταναλίσκει μεγάλες ποσότητες οινοπνευματωδών ποτών: «δεν
μπορεί κανένας να του παραβγεί στο ποτό, γιατί πίνει σαν νεροφίδα». Παρομοίωση
της άνετης σχέσης πότη με ποτό με εκείνη της νεροφίδας μέσα στο νερό.