άνοιξη,
η, πλ. άνοιξες,
οι, ουσ. [<αρχ. ἄνοιξις], η άνοιξη. (Λαϊκό τραγούδι: τι μ’ ωφελούν οι
άνοιξες κι οι ομορφιές του κόσμου, αφού ο κόσμος χάνεται, ψεύτη ντουνιά,
έξαφνα ’πό εμπρός μου)·
- ένα
χελιδόνι δε φέρνει την άνοιξη, βλ. λ. χελιδόνι·
- ένα
τριαντάφυλλο δε φέρνει την άνοιξη, βλ. λ. τριαντάφυλλο·
- ένας
κούκος δε φέρνει την άνοιξη, βλ. λ. κούκος·
- έπιασε
(η) άνοιξη ή μας έπιασε (η) άνοιξη, α. ήρθε η εποχή της
άνοιξης: «μόλις έπιασε η άνοιξη, πρασίνισε όλη η γη». β. λέγεται για
ανοιξιάτικο καιρό, άσχετα με την εποχή που διανύουμε: «μας έπιασε άνοιξη, ρε
παιδιά, κι έχουμε τόσο ωραίο καιρό χειμωνιάτικα;»·
- η
άνοιξη της ζωής, η νεανική ηλικία: «αν δεν κάνει τρέλες ο γιος σου τώρα,
που βρίσκεται στην άνοιξη της ζωής του, πότε θα κάνει;»·
- ήρθες
σαν την άνοιξη, η παρουσία σου, ο ερχομός σου με γέμισε χαρά και ευφορία:
«είχα τόση στενοχώρια κι ευτυχώς που ήρθες σαν την άνοιξη να γλυκάνεις την
καρδιά μου». (Τραγούδι: ήρθες σαν την άνοιξη και μου ’φερες
αυτό που καρτερούσα)·
- στην
άνοιξη της ζωής, κατά τη νεότητα: «στην άνοιξη της ζωής του υπήρξε από τους
ωραιότερους άντρες»·
- στην
καρδιά της άνοιξης, βλ. λ. καρδιά.