νερομάνα, η, ουσ. [νερό + μάνα], μεγάλη φυσική πηγή από την οποία αναβλύζει άφθονο νερό: «στα δροσερά νερά της νερομάνας που υπήρχε στην κορυφή του βουνού, σταθήκαμε να ξεδιψάσουμε». Συνών. βρυσομάνα / κεφαλάρι.
νερομάνα, η, ουσ. [νερό + μάνα], μεγάλη φυσική πηγή από την οποία αναβλύζει άφθονο νερό: «στα δροσερά νερά της νερομάνας που υπήρχε στην κορυφή του βουνού, σταθήκαμε να ξεδιψάσουμε». Συνών. βρυσομάνα / κεφαλάρι.