νέος,
-α, -ο, επίθ.
[<αρχ. νέος], νέος. 1. που βρίσκεται σε νεαρή ηλικία: «οι νέοι της
γειτονιάς κυνηγούν τα κοριτσόπουλα». 2. το ουδ. ωςουσ. το νέο,
η είδηση, ό,τι καινούργιο συμβαίνει και το πληροφορούμαστε: «μάθατε το
νέο;». 3. συνήθ. στον πλ. τα νέα, οι ειδήσεις, η πρόσφατη
κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένας άνθρωπος ή η τελευταίες εξελίξεις ενός
γεγονότος: «έχουν καιρό να λάβουν νέα απ’ το γιο τους κι ανησυχούν || τα
τελευταία νέα απ’ την πυρκαγιά είναι πολύ ανησυχητικά». (Λαϊκό τραγούδι: αυτά
λοιπόν τα νέα της Αλεξάντρας που μου ’λεγε δεν ξέρω τι θα πει άντρας).
(Ακολουθούν 24 φρ.)·
- ανοίγω
νέα σελίδα, βλ. λ. σελίδα·
- ανοίγω
νέο κεφάλαιο, βλ. λ. κεφάλαιο·
- ανοίγω
νέους δρόμους, βλ. λ. δρόμος·
- ανοίγω
νέους ορίζοντες, βλ. λ. ορίζοντας·
- δεν
είναι και καμιά νέα! η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, είναι κάπως
ηλικιωμένη: «η μητέρα του δεν είναι μεγάλη, αλλά δεν είναι και καμιά νέα!»·
- δεν
είναι και κανένας νέος! ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος, είναι μάλλον
ηλικιωμένος: «ο πατέρας σου φαίνεται σαν παλικαράκι. -Δεν είναι και κανένας
νέος!»·
- είναι
νέο φρούτο, βλ. λ. φρούτο·
- ευτυχές
το νέον έτος! βλ. λ. έτος·
- ευτυχισμένος
ο νέος χρόνος! βλ. λ. χρόνος·
- καλύτερα
η αγάπη ενός γέρου, παρά οι ξυλιές ενός νέου, βλ. λ. γέρος·
- κάνω
μια νέα αρχή, βλ. λ. αρχή·
- κοιμήθηκα
νέος και ξύπνησα γέρος, βλ. λ. γέρος·
- μας
έβγαλε νέο φασούλι, βλ. λ. φασούλι·
- με
του γέρου το τομάρι παίρνει η νέα παλικάρι, βλ. λ. τομάρι·
- μέχρι
νεοτέρας διαταγής, βλ. λ. διαταγή·
- νέα
τζάκια, βλ. λ. τζάκι·
- νέο
αίμα, βλ. λ. αίμα·
- νέο
κύμα, βλ. λ. κύμα·
- νέοι
καιροί, νέα ήθη, βλ. λ. καιρός·
- ο
νέος (ο) χρόνος, βλ. λ. χρόνος·
- ουδέν
νεότερον, δεν υπάρχει καμιά καινούρια είδηση, καμιά καινούρια πληροφορία:
«ουδέν νεότερον απ’ το πεδίο των μαχών || ουδέν νεότερον απ’ το δυτικό μέτωπο»,
τίτλος βιβλίου του Γερμανού συγγραφέα Έριχ Μαρία Ρέμαρκ·
- παλιά
κοπή σε νέα ραφή, βλ. λ. ραφή·
- τεμπέλης
νέος, φτωχός γέρος, βλ. λ. γέρος·
- τον
πήραν στα νέα όπλα, βλ. λ. όπλο.