νεκρός,
-ή, -ό, επίθ.
[<αρχ. νεκρός], νεκρός. 1. που είναι χωρίς ζωντάνια, χωρίς
ενεργητικότητα, ο άψυχος: «κουνήσου, ρε παιδάκι μου, και μη στέκεσαι σαν
νεκρός!». 2. που είναι παροπλισμένος, που δεν χρησιμοποιείται: «όλες οι
συμβουλές που τους έδινε έμειναν νεκρές». 3. που δεν είναι δημιουργικός,
που δεν έχει τη δύναμη ή τη δυνατότητα να ενεργήσει: «του αλλάξανε πόστο και
είναι νεκρός έξι μήνες σ’ ένα γραφείο της επαρχίας». 4. (για μηχανήματα)
που δεν έχει κίνηση, που δε βρίσκεται σε λειτουργία: «η μηχανή τ’ αυτοκινήτου
έκανε κάνα δυο τρία τσαφ τσουφ κι έμεινε νεκρή». 5α. το αρσ. ως ουσ. ο
νεκρός, και το θηλ. ως ουσ. η νεκρή, που είναι πεθαμένος, πεθαμένη:
«όλοι ήθελαν να δώσουν τον τελευταίο ασπασμό στο νεκρό».. β. (στη γλώσσα
της αργκό) αυτός που έχασε όλα τα χρήματά του στα χαρτιά ή σε άλλο τυχερό
παιχνίδι: «επειδή το πρωί ήταν νεκρός του ’δωσα λεφτά για να πάει με ταξί στο
σπίτι του». 6. το θηλ. ως ουσ. η νεκρή και η νεκρά,
ταχύτητα αυτοκινήτου σε νεκρό σημείο, σε σημείο που δε δίνει κίνηση στη μηχανή:
«πρώτα βάλε νεκρή κι ύστερα βάλε μπρος τη μηχανή». (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- ανασταίνει
και νεκρούς! βλ. φρ. και νεκρούς ανασταίνει(!)·
- βγάζουν
το νεκρό, βλ. συνηθέστ. σηκώνουν το νεκρό·
- είμαι
νεκρός, δεν έχω καθόλου χρήματα, είμαι απένταρος: «μη μου ζητάς ούτε ευρώ,
γιατί είμαι νεκρός»·
- είναι
νεκρό, (για τηλέφωνα) είναι κομμένο από τον Ο.Τ.Ε. ή είναι αποσυνδεδεμένο:
«θέλησα να τηλεφωνήσω, αλλά αυτό ήταν νεκρό»·
- ζωντανός
νεκρός, βλ. λ. ζωντανός·
- και
νεκρούς ανασταίνει! έκφραση με την οποία επιτείνει κάποιος την απολαυστική
αίσθηση που νιώθει, ιδίως όταν καταναλώνει κάποιο ποτό ή στη θέα πολύ προκλητικής
και αισθησιακής γυναίκας: «αυτό το κρασί και νεκρούς ανασταίνει! || πώς μπορείς
να μην κολαστείς, όταν βλέπεις αυτή τη γυναικάρα, αφού και νεκρούς
ανασταίνει!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ακόμα·
- καλός
Αμερικάνος είναι ο νεκρός Αμερικάνος, βλ. λ. Αμερικανός·
- καλός
μπάτσος είναι ο νεκρός μπάτσος, βλ. λ. μπάτσος·
- νεκρές
γλώσσες, βλ. λ. γλώσσα·
- νεκρή
εποχή, βλ. λ. εποχή·
- νεκρή
περίοδος, βλ. λ. περίοδος·
- νεκρό
γράμμα, βλ. λ. γράμμα·
- νεκρό
σημείο, βλ. λ. σημείο·
- νεκρός
γάμος, βλ. λ. γάμος·
- προσκλητήριο
νεκρών, βλ. λ. προσκλητήριο·
- σε
νεκρό χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- σηκώνουν
το νεκρό, τον μεταφέρουν από το σπίτι του ή από την εκκλησία να τον θάψουν
στο νεκροταφείο: «τη στιγμή που σήκωναν το νεκρό, η γυναίκα του λιποθύμησε στα
χέρια των συγγενών της»·
- στολίζουν
το νεκρό, περιποιούνται οι οικείοι του το νεκρό στο φέρετρό του: «μέσα στο
δωμάτιο η μάνα μαζί με τα παιδιά της στολίζουν το νεκρό». Πρβλ.: και πριν
χαράξει η αυγή και πριν ο ήλιος καλοβγεί, τον στόλισαν στην κάσα, τον κλαίει
Τσεσμές και Αϊβαλί τον μπάρμπα μου τον Παναή, πήρε η Τουρκιά ανάσα (Λαϊκό
τραγούδι)·
- το
βασίλειο των νεκρών, βλ. λ. βασίλειο·
- το
τηλέφωνο είναι νεκρό, βλ. λ. τηλέφωνο·
- χίλιοι
νεκροί καθόντανε στ’ αρρώστου το κρεβάτι, έκφραση που δηλώνει πως κανείς δε
γνωρίζει την ώρα του θανάτου του, πως πολλές φορές άλλον περιμένουμε να πεθάνει
και άλλος πεθαίνει.