ανοιγμένος,
-η, -ο, επίθ.
[μτχ. του ρ. ανοίγω], ανοιγμένος· που δεν είναι κλειστός: «ποιος άφησε
ανοιγμένη την πόρτα; || κλείσε το παράθυρο γιατί είναι ανοιγμένο»·
- είμαι
ανοιγμένος, βλ. φρ. είμαι ανοιχτός, λ. ανοιχτός·
-
είμαι ανοιγμένος στην αγορά, βλ. φρ. είμαι ανοιχτός στην αγορά, λ.
ανοιχτός·
- είναι
ανοιγμένη, (για γυναίκες), βλ. φρ. είναι ανοιχτή, λ. ανοιχτός·
- είναι
ανοιγμένος από πίσω, (για άντρες) βλ. φρ. είναι ανοιχτός από πίσω, λ.
ανοιχτός.