ναύτης,
ο, ουσ.
[<αρχ. ναύτης], ο ναύτης·
-
άλλο ναύτης κι άλλο καντηλανάφτης, βλ. λ. καντηλανάφτης·
- τα
καράβια θέλουν ναύτες και τ’ αμπέλια αμπελουργούς, για να φτάσει μια
δουλειά ή μια υπόθεση σε αίσιο τέλος, απαιτούνται κατάλληλα και ικανά άτομα: «αν
θέλεις να πετύχεις, να προσέχεις καλά ποιον παίρνεις στη δουλειά σου, γιατί τα
καράβια θέλουν ναύτες και τ’ αμπέλια αμπελουργούς»·
- τι
ωφελεί ο καλός καραβοκύρης, σαν δεν έχει καλούς ναύτες; βλ. λ. καραβοκύρης.