ναύλα,
τα, ουσ.
[<μτγν. ναύλα], το αντίτιμο του εισιτηρίου που πληρώνει κάποιος για τη μετακίνησή
του με οποιοδήποτε συγκοινωνιακό μέσο ή για τημεταφορά διάφορων
πραγμάτων ή εμπορευμάτων: «του ’δωσα ένα ευρώ για τα ναύλα του, επειδή δεν είχε
ψιλά || ποιος θα πληρώσει τα ναύλα γι’ αυτό το μπαούλο που φορτώνω για την
Αθήνα;». (Λαϊκό τραγούδι: κόβω δυο άστρα να τα ’χω ναύλα για να
γυρίσω στην Κοκκινιά. Κι όσο για σένα τελεία-παύλα καρδιά σου έχεις την παγωνιά)·
- του
κάνω τα ναύλα, πληρώνω το αντίτιμο του εισιτηρίου του για τη μετακίνησή του
με οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο: «ήθελε να πάει στην Αθήνα με τ’ αεροπλάνο κι
επειδή δεν είχε λεφτά του ’κανα τα ναύλα».