άνοιγμα,
το, ουσ.
[<μτγν. ἄνοιγμα ], το άνοιγμα· η οφειλή, το χρέος: «έχω ένα σοβαρό άνοιγμα
στον τάδε»· το έλλειμμα: «έχω πέντε χιλιάδες άνοιγμα στο ταμείο μου»·
- κάνω
άνοιγμα, α. προσπαθώ να επεκτείνω τον κύκλο των εργασιών μου: «με τη
νέα σεζόν θα κάνω άνοιγμα στο χώρο των ηλεκτρονικών». β. επιδιώκω να
δημιουργήσω νέες κοινωνικές σχέσεις: «αφού θ’ ασχοληθώ με τις εισαγωγές,
αποφάσισα να κάνω άνοιγμα στην τάξη των εκτελωνιστών». γ. ριψοκινδυνεύω
οικονομικά: «παρ’ όλη την αναδουλειά, εγώ θα κάνω άνοιγμα σε μια νέα επιχείρηση
κι ο Θεός βοηθός». δ. αναπτύσσω διάφορες πρωτοβουλίες για τη σύναψη
συνεργασίας, ιδίως πολιτικής, ή για τη βελτίωση των σχέσεών μου με κάποιον: «εν
όψει των εκλογών το ΠΑ.ΣΟ.Κ. κάνει άνοιγμα στο Συνασπισμό || αν δεν έκανα
άνοιγμα στον τάδε, θα ήμασταν ακόμα μαλωμένοι». ε. (για χαρτοπαίγνιο)
αρχίζω το παιχνίδι καταθέτοντας ένα ορισμένο ποσό: «κάνω άνοιγμα με χίλιες
δραχμές». στ. (για σκάκι) κάνω τις πρώτες κινήσεις του παιχνιδιού:
«έκανα άνοιγμα με δυο στρατιωτάκια»·
- το
άνοιγμα λογαριασμού, α. η έναρξη δοσοληψιών με μια τράπεζα με την
κατάθεση κάποιου χρηματικού ποσού: «μετά το άνοιγμα λογαριασμού που έκανα στην
τράπεζα, ίσως κάνω και κάποια αίτηση για να πάρω ένα δάνειο». β. η άρση
του τραπεζικού απορρήτου κατόπιν εισαγγελικής εντολής, για να γίνει γνωστό το
ύψος των καταθέσεων κάποιου ατόμου ή ο λόγος που κατατέθηκαν τα χρήματα, γιατί
υπάρχουν ενδείξεις ότι τα χρήματα ή μέρος των χρημάτων προέρχονται από
παράνομες δραστηριότητες: «ο εισαγγελέας ζήτησε το άνοιγμα λογαριασμού του τάδε
υπουργού, γιατί υπάρχουν αποχρώσεις ενδείξεις ότι χρηματιζόταν»·
- το
άνοιγμα της ψαλίδας, η αύξηση της διαφοράς ανάμεσα σε δυο ακραία σημεία:
«συν τω χρόνω αυξάνει το άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στους πλούσιους και τους
φτωχούς».