ναυάγιο,
το, ουσ.
[<αρχ. ναυάγιον], το ναυάγιο. 1. οριστική και πλήρης αποτυχία, καταστροφή:
«οι συνομιλίες κατέληξαν σε ναυάγιο». 2. άνθρωπος ξεπεσμένος ηθικά ή
οικονομικά, άνθρωπος τελείως αποτυχημένος: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα
ναρκωτικά, προστέθηκε ακόμα ένα ναυάγιο μέσα στην κοινωνία». (Λαϊκό τραγούδι: κι
αν στα χρόνια είμαι νέος, τι μ’ αυτό, είμαι ένα χτυπημένο κυπαρίσσι, ένας
άνθρωπος ναυάγιο σωστό, σε τι όνειρα ζητάς να σ’ αρμενίσει)·
- τα
ναυάγια της ζωής, οι αποτυχημένοι της ζωής, οι απόκληροι της κοινωνίας:
«στα εγκαταλελειμμένα σιδηροδρομικά βαγόνια, που υπάρχουν στο Σταθμό,
κοιμούνται κάθε βράδυ διάφορα ναυάγια της ζωής». (Λαϊκό τραγούδι: αν φύγεις
και μ’ αφήσεις, θα ζήσω δυστυχής και συ θα καταλήξεις ναυάγιο της ζωής).