νανάκια,
τα, ουσ.
[<νανά + κατάλ. -κια]. 1. (στη γλώσσα των νηπίων) ο ύπνος. 2.
(ειρωνικά ή χαϊδευτικά) ο ύπνος: «όλο νανάκια είναι αυτό το παιδί»·
- κάνε
νανάκια, α. (προστακτικά ή συμβουλευτικά) μην ανακατεύεσαι, μην
ενδιαφέρεσαι γι’ αυτά που διαδραματίζονται: «ας τους να μαλώσουν τους βλάκες
και κάνε νανάκια». β. (ειρωνικά) δεν είσαι σε θέση να εκφέρεις γνώμη,
γιατί κοιμάσαι όρθιος: «άντε ρε, που θες να πεις και τη γνώμη σου, κάνε
νανάκια, κι όταν ξυπνήσεις, πες μας τι όνειρο είδες»·
- κάνω
νανάκια, α. κοιμάμαι: «το μωρό κάνει νανάκια». β. (ειρωνικά)
κοιμάμαι και, κατ’ επέκταση, δεν έχω ευστροφία, είμαι βραδύνους, δεν
αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει γύρω μου: «έχει βουίξει η γειτονιά για τα καμώματα
της γυναίκας του κι αυτός ακόμα κάνει νανάκια».
- πάω
για νανάκια, πάω
να κοιμηθώ, πάω για νάνι: «επειδή πέρασε η ώρα, πάω για να νανάκια».