ναι, μόρ. βεβαιωτ. [<αρχ. ναί],
ναι. 1. βέβαια, ασφαλώς, μάλιστα: «θα ’ρθεις το βράδυ μαζί μας; -Ναι, θα
’ρθω». 2. σε επιφωνηματικό τύπο ναι! λέγεται με ειρωνική διάθεση,
όταν θέλουμε να αμφισβητήσουμε τα λεγόμενα κάποιου: «ο γιος του τάδε πέρασε
πρώτος στο πανεπιστήμιο. -Ναι!». Πολλές φορές, ακολουθεί το σιγά. 3.
σε ερωτηματικό τύπο ναι; δηλώνει έκπληξη με την έννοια, τι μου λες(;):
«ο γιος του τάδε πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο. -Ναι;». Πολλές φορές,
ακολουθεί το τι μου λες; ή το μπράβο. 4. Είναι φορές που
επαναλαμβάνεται συχνά σε μια διήγηση κλείνοντας σαν τελεία μια ολοκληρωμένη
πρόταση: «ο άντρας της έλειπε σ’ ένα μεγάλο ταξίδι, ναι, κάποια φορά επέστρεψε
ένα βράδυ και τη βρήκε στο κρεβάτι με τον γκόμενό της, ναι». 5α. ως άκλ.
ουσ. το, τα ναι, η θετική ψήφος: «τα ναι βγήκαν πιο πολλά απ’ τα όχι». β.
(γενικά) η αποδοχή, η συγκατάθεση: «πρέπει να ξέρεις πως το δικό το ναι θα έχει
θετική επίδραση και στους άλλους». (Ακολουθούν 18 φρ.)·
- δε
θα ’λεγα ναι, δηλώνει με ευγενικό τρόπο άρνηση στην πρόταση κάποιου: «θα ’ρθεις
το βράδυ μαζί μας στα μπουζούκια; -Δε θα ’λεγα ναι, γιατί έχω τη γυναίκα μου
άρρωστη»·
- δε
λέει ποτέ ναι, προβάλλει μόνιμα αντιρρήσεις, γενικά δε δέχεται τις
κοινωνικές προτάσεις ή προσκλήσεις: «τον τάδε δε θα τον καλέσω, γιατί δε λέει
ποτέ ναι». Αντίθ. δε λέει ποτέ όχι·
- δεν
ξέρει τι θα πει ναι ή δεν ξέρει τι πάει να πει ναι ή δεν ξέρει το
ναι, βλ. φρ. δε λέει ποτέ ναι·
- ε
μα το ναι! έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας: «ε μα το ναι, πάψε να μ’
ενοχλείς!».Συνών. ε μα την αλήθεια! (α) / ε μα την πίστη μου! / ε μα το Θεό!
/ ε μα τον άγιο(!)·
- ή
ναι ή ου, (κατηγορηματικά) ή ναι ή όχι: «πες μου για να ξέρω, θα ’ρθεις
μαζί μου; Ή ναι ή ου». Πρβλ.: σοφόν τό σαφές (Ευριπίδης)·
- και
ναι και όχι, λέγεται στην περίπτωση που δεν είμαστε σίγουροι αν πρέπει να
δώσουμε μια θετική ή αρνητική απάντηση: «είναι καλός άνθρωπος ο τάδε; -Τι να
σου πω, και ναι και όχι»·
- λέω
ναι ή λέω το ναι, α. αποδέχομαι πρόταση, αίτημα ή παράκληση:
«κάθε φορά που λέει ναι, κρατάει το λόγο του». β. αποδέχομαι, ιδίως
πρόταση για σύναψη ερωτικής σχέσης ή για επισημοποίηση ερωτικού δεσμού με
αρραβώνα ή και με γάμο. (Λαϊκό τραγούδι: εσύ τι λες, θα γίνουμε επιτέλους
εραστές, πες μου το ναι και φύγαμε να πάμε όπου θες)·
- μα
το ναι! δηλώνει διαβεβαίωση ή λέγεται ως όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε
κάποιον: «μην τύχει και δεν έρθεις; -Μα το ναι, θα ’ρθω!». (Τραγούδι: κι
εμείς οι άλλοι μα το ναι κάνουμε πάρτι ρεφενέ και δε βαριέσαι, δε
βαριέσαι αδερφέ). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- ναι
για! βλ. λ. για·
- ναι
ή ου; (κατηγορηματικά) ναι ή όχι(;): «θα ’ρθεις μαζί μας, ναι ή ου;»·
- ναι
και όχι, (για καφέ) που προσφέρεται με ελάχιστη ζάχαρη: «κάθε πρωί πίνει
έναν καφέ ναι και όχι και φεύγει για τη δουλειά του»·
- ναι
και πάλι ναι, δηλώνει αμετακίνητη επιμονή σε κάτι: «ναι και πάλι ναι, κι
ό,τι να μου πείτε, εγώ θα την παντρευτώ»·
- ναι
μεν… αλλά..., αποδοχή ή συγκατάθεση, αλλά με προϋποθέσεις, με όρους: «ναι
μεν θα κάνουμε τη δουλειά, αλλά το ταμείο θα το κρατάω εγώ». (Λαϊκό τραγούδι: δεν
αλλάζω εγώ μυαλά σ’ αγαπάω μεν, αλλά, έτσι ήμουν έτσι είμαι κι έτσι θα ’μαι)·
- ναι
σου λέω! πίστεψε αυτά που σου λέω: «τα πράγματα έγιναν ακριβώς μ’ αυτόν τον
τρόπο, ναι σου λέω και μην αμφιβάλλεις!»·
- ο
γιατρός είπε, σ’ ό,τι λέει να λέμε ναι, βλ. λ. γιατρός·
- ούτε
ναι ούτε όχι, λέγεται στην περίπτωση που δε θέλουμε να δώσουμε μια
κατηγορηματική απάντηση ή όταν δεν είμαστε σίγουροι αν κατέχουμε καλά μια
υπόθεση ή ένα θέμα: «εντέλει, ξέρεις να πεις πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα;
-Ούτε ναι ούτε όχι, γιατί κι εγώ τα ’μαθα απ’ τον τάδε»·
- ποιος
λέει ναι, ρητορική ερώτηση που λέγεται για κάτι που είναι κατακριτέο ή για
κάτι για το οποίο διαφωνούμε πέρα για πέρα, εντελώς: «ποιος λέει ναι στα
ναρκωτικά»·
- πώς
ναι! βλ. λ. πώς·
- το
μεγάλο ναι, αποδοχή
πρότασης η οποία είναι καθοριστική για την εξέλιξη αυτού που την αποδέχεται:
«ήταν τόσο δελεαστική η πρόταση του διευθυντή του, που, αν και θα ήταν
υποχρεωμένος να ζει μακριά απ’ την οικογένειά του, εντούτοις είπε το μεγάλο
ναι». Πρβλ.: Σέ μερικούς ἀνθρώπους ἔρχεται μιά μέρα πού πρέπει τό μεγάλο Ναί
ἤ τό μεγάλο Ὄχι νά ποῦνε. (Κ.Π. Καβάφης). Αντίθ. το μεγάλο όχι.