μωρό,
το, ουσ. [ουδ.
του επιθ. μωρός], το βρέφος. 1. μικρή όμορφη κοπέλα, μικρός όμορφος
νεαρός: «τον είδα που είχε πάρει από πίσω ένα μωρό και του ’λεγε συνέχεια
κομπλιμέντα». (Λαϊκό τραγούδι: Παναγιά μου ένα μωρό να το χορτάσω δεν
μπορώ). 2. η ερωμένη, η γκόμενα, ο εραστής, ο ερωμένος, ο γκόμενος:
«την είδα αγκαλιά με το μωρό της να κάνει βόλτα στα μαγαζιά». (Λαϊκό τραγούδι: να
χαρώ, να χαρώ, να χαρώ, το μωρό το μωρό το μωρό). 3. νεαρό
άτομο, που λόγω της ηλικίας του δεν έχει πείρα σε κάποια δουλειά ή τέχνη και
που γενικά δεν έχει την ικανότητα να αναλάβει κάποια ευθύνη ή κάποια
δραστηριότητα: «δεν αποφασίζω να του αναθέσω κάποια σπουδαία δουλειά, γιατί,
βλέπεις, είναι μωρό ακόμη || είσαι μωρό ακόμη για να μου υψώνεις τον τόνο της
φωνής σου». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- αν
δε φωνάξει το μωρό, δεν το ταΐζει η μάνα του, πρέπει να απαιτεί κανείς
επίμονα το δίκιο του για να το εξασφαλίσει: «να πας να του πεις ξανά και ξανά
να σε πληρώσει για τη δουλειά που του ’κανες, γιατί, αν δε φωνάξει το μωρό, δεν
το ταΐζει η μάνα του». Συνών. αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί /
αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν·
- αν
δεν κλάψει το μωρό, η μάνα του δεν του δίνει να φάει, βλ. φρ. αν δε
φωνάξει το μωρό, δεν το ταΐζει η μάνα του·
- είναι
ακόμα μωρό, α. βρίσκεται σε μικρή ηλικία: «είναι ακόμα μωρό για να
του αναθέσω κάποια υπεύθυνη θέση». β. λέγεται και με ειρωνική ή
υποτιμητική διάθεση σε άτομο ανεξαρτήτου ηλικίας, που θεωρούμε κατώτερό μας:
«να του πεις πως είναι ακόμα μωρό για να τα βάλει μαζί μου». Πολλές φορές, η
φρ. κλείνει με το παιδί·
- έχει
μωρό στο βυζί, βλ. λ. βυζί·
- κάνω
σαν μωρό, χαίρομαι πάρα πολύ ή παραπονιέμαι πάρα πολύ, συναισθήματα που τα
δείχνω σε μεγάλο βαθμό με τη συμπεριφορά μου: «μόλις του ’δωσα το δώρο του,
έκανε σαν μωρό απ’ τη χαρά του και δεν ξεκολλούσε από δίπλα μου || μόλις του
είπαν πως δε θα τον πάρουν μαζί τους έκανε σαν μωρό απ’ τη στενοχώρια του κι
άρχισε να μυξοκλαίει». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το παιδί·
- κλοτσάει
το μωρό, (για έμβρυα εγκύων γυναικών) λέγεται για τα χτυπήματα που νιώθει η
έγκυος από τις μετακινήσεις του εμβρύου μέσα στη μήτρα της, που πολλές φορές,
φαίνονται και στην εξωτερική επιφάνεια της κοιλιάς της, καθώς της δημιουργεί
στιγμιαίες ελαφρές εξογκώσεις: «μόλις έβαλα το χέρι μου πάνω στην κοιλιά της,
ένιωσα κι εγώ που κλοτσούσε το μωρό»·
- μη
γίνεσαι μωρό! βλ. φρ. μην κάνεις σαν μωρό παιδί(!)·
- μην
κάνεις σαν μωρό! μη
φέρεσαι με αφέλεια ή ανόητα: «μην κάνεις σαν μωρό και συγκεντρώσου!». Πολλές
φορές, η φρ. κλείνει με το παιδί·
- μωρό
μου! α. χαϊδευτική προσφώνηση σε μικρή όμορφη κοπέλα, σε μικρό
όμορφο νεαρό και γενικά σε αγαπημένο μας πρόσωπο: «γιατί άργησες μωρό μου και
ανησύχησα!». (Τραγούδι: μωρό μου, μωρό μου εσύ, τι κάνεις στη
ζωή μου εσύ). β. ειρωνική προσφώνηση σε άτομο, όταν αμφισβητούμε τα
λεγόμενα του: «τι λες, μωρό μου, που έγιναν τα πράγματα έτσι όπως τα λες!».
(Λαϊκό τραγούδι: μωρό μου σόρι μα έχω βρει καλύτερο αγόρι)·
- ξεκόβω
το μωρό, (για λεχώνα) σταματώ να το θηλάζω, σταματώ το θηλασμό: «ξεκόβω
σιγά σιγά το μωρό και το συνηθίζω σ’ άλλες βρεφικές τροφές»·
- όλα
τα μωρά στην πίστα! επιφωνηματική έκφραση ενθουσιασμού, όταν στην πίστα
κέντρου διασκεδάσεως, ιδίως μπουζουκτσίδικου, χορεύουν τσιφτετέλι πολλά νεαρά
κορίτσια μαζί.