Μωάμεθ,
ο, άκλ. ουσ.
[<μσν. Μωάμεθ <αραβ. Mohammed], ο Μωάμεθ·
- όταν
δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στο Μωάμεθ, λέγεται για κάτι
που, ενώ περιμένουμε πως θα το κάνει αυτός που οφείλει να το κάνει, τελικά το
κάνει ο ενδιαφερόμενος: «έλεγε πως θα μου ’φερνε τα λεφτά που χρωστούσε, αλλά
περίμενα άδικα κι επειδή, όταν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στο
Μωάμεθ, πήγα ο ίδιος στο γραφείο του και του τα πήρα».