μυστικός,
-ή κ. -ιά,
-ό, επίθ. [<αρχ. μυστικός], μυστικός. 1. που δε φανερώνεται στους
άλλους, που κρατάει κρυφές τις σκέψεις του ή τις ενέργειές του: «δεν ξέρει
κανένας μας με τι ασχολείται, γιατί είναι πολύ μυστικός άνθρωπος». 2. το
αρσ. ως ουσ. ο μυστικός, αστυνομικός με πολιτικά που ο κόσμος αγνοεί την
ιδιότητά του: «δεν ξέραμε πως ήταν μυστικός και μας έπιασε στα πράσα». (Λαϊκό
τραγούδι: άιντε τα κουνώ κι έρχονται ντόρτια, να, κι ο μυστικός στην
πόρτα // μέσ’ στον τεκέ της Μαριγώς, μπουκάρισε ένας μυστικός // με
κυνηγάνε μυστικοί, με τις αρχές τα βάζω. Για σένα και στα σίδερα της
φυλακής τα σπάζω!). 3. το ουδ. ως ουσ. το μυστικό, α. εκμυστήρευση,
πληροφορία, γνώση ή είδηση, που μένει κρυφή από ένα άτομο ή μεταξύ δυο ή
περισσοτέρων ατόμων. (Τραγούδι: έχω ένα μυστικό που όλα τα ομορφαίνει
και δεν το ’χω σκοπό ποτέ μου να σας το πω). β. εξήγηση, ερμηνεία: «εντέλει
θα μας πεις το μυστικό της υπόθεσης;». γ. το βαθύτερο νόημα μιας
ενέργειας ή υπόθεσης: «μόνο εγώ γνωρίζω το μυστικό αυτής της υπόθεσης». Επίρρ. μυστικά.
(Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βαστώ
μυστικό, βλ. φρ. κρατώ μυστικό·
- κοινό
μυστικό, γεγονός που, ενώ είναι γνωστό στους πολλούς, δεν κοινολογείται από
αυτόν που τον αφορά, ενώ αυτοί που το γνωρίζουν, προσποιούνται πως το αγνοούν:
«είναι κοινό μυστικό πως χώρισε με τη γυναίκα του κι αυτός δε μας είπε ακόμη
κουβέντα»·
- κρατώ
μυστικό, δεν το αποκαλύπτω, το κρατώ κρυφό, είμαι εχέμυθος: «αν κρατάς
μυστικό, θα σου εμπιστευτώ κάτι πολύ σοβαρό»·
- μαθαίνω
τα μυστικά της δουλειάς, βλ. λ. δουλειά·
- μαθαίνω
τα μυστικά του επαγγέλματος, βλ. λ. επάγγελμα·
- μπαίνω
στα μυστικά της δουλειάς, βλ. λ. δουλειά·
- μπαίνω
στα μυστικά του επαγγέλματος, βλ. λ. επάγγελμα·
- μυστικά
όπλα, βλ. λ. όπλο·
- σκάω
το μυστικό, κοινολογώ, προδίδω κάτι που μου έχει εμπιστευτεί κάποιος: «του
εμπιστεύτηκα πως έχω γκόμενα κι αυτός πήγε κι έσκασε το μυστικό στη γυναίκα
μου»·
- τα
μυστικά της δουλειάς, βλ. λ. δουλειά·
- τα
μυστικά του επαγγέλματος, βλ. λ. επάγγελμα·
- φυλάω
μυστικό, βλ. φρ. κρατώ μυστικό.