μυρουδιά
κ. μυρωδιά,
η, ουσ. [<μσν. μυρωδία <μτγν. μυρώδης], κάθε ευχάριστη ή δυσάρεστη
οσμή: «οι μυρουδιές του κάμπου σου τρυπούσαν τη μύτη || μόλις άνοιξα το
δωμάτιο, μου χτύπησε μια άσχημη μυρουδιά στη μύτη»·
- βαριά
μυρουδιά, δυσάρεστη οσμή: «στο υπόγειο επικρατούσε μια βαριά μυρουδιά»·
- για
μυρουδιά, σε ελάχιστη ποσότητα: «το ξίδι το βάζουν για μυρουδιά στη σαλάτα»·
- για
τη μυρουδιά, λέγεται στην περίπτωση που προσφέρουμε μικρή ποσότητα φαγητού
σε επισκέπτη μας, επειδή του μύρισε το φαγητό που μαγειρεύουμε: «με βρήκε να
ψήνω τ’ αρνί στην αυλή και του ’δωσα ένα κοψίδι για τη μυρουδιά»·
- (δεν)
παίρνω μυρουδιά, (δεν) αντιλαμβάνομαι κάτι που γίνεται ιδίως κρυφά και που
συνήθως δεν είναι νόμιμο, (δε) μυρίζομαι (βλ. λ.): «μέσα στο συνωστισμό μου
’φαγαν το πορτοφόλι και δεν πήρα μυρουδιά». (Λαϊκό τραγούδι: πρόσεξε βρε
κακομοίρα γιατί μυρωδιά σε πήρα // μάγκες, μας κλείσαν τον τεκέ, που
ήταν στο λιμάνι· οι μπάτσοι τον πήραν μυρωδιά απ’ το πολύ ντουμάνι)·
- με
πήρε η μυρουδιά, έφτασε στη μύτη μου η μυρουδιά από κάτι: «όπως περνούσα
έξω απ’ το σπίτι σου, με πήρε η μυρουδιά του φαγητού που μαγείρευες»·
- με
πήρε μυρουδιά, με αντιλήφθηκε, ιδίως τη στιγμή που επιδίωκα να κάνω κάτι
κρυφά: «προσπάθησα να πάω κρυφά πίσω του για να τον τρομάξω, αλλά με πήρε
μυρουδιά»·
- μια
μυρουδιά, ελάχιστη ποσότητα, ιδίως φαγητού που μυρίζει ευχάριστα, μεζεδάκι:
«μου ’δωσε μια μυρουδιά απ’ το φαγητό του και μου άνοιξε την όρεξη»·
- ο
βασιλικός κι αν μαραθεί, τη μυρουδιά την έχει, βλ. λ. βασιλικός·
- ούτε
για μυρουδιά ή ούτε μυρουδιά, α. (για φαγητά) ούτε μια
ελάχιστη ποσότητα, ούτε μεζεδάκι: «έτρωγε σαν λιμάρης και δε μου ’δωσε ο
αναίσθητος ούτε μυρουδιά». β. (γενικά) ούτε στο ελάχιστο: «εσύ δε θα
δεις τα λεφτά μου ούτε για μυρουδιά».