μύριοι,
-ες, -α, επίθ.
[<αρχ. μύριοι (= 10.000 άτομα)], πολυάριθμοι, άπειροι: «έχει μύριους εχθρούς
|| έχει μύρια βάσανα»·
- μύρια
όσα, πάρα πολλά και διάφορα: «μου έτυχαν μύρια όσα κακά || ακούγονται μύρια
όσα για σένα || του ’καναν τα μύρια όσα»·
- μύριοι
όσοι, πάρα πολλοί και διάφοροι: «κάθε απόγευμα στην παραλία βολτάρουν
μύριοι όσοι»·
- χίλια
μύρια, βλ. λ. χίλιοι·
- χίλιοι
μύριοι, βλ. λ. χίλιοι.