μυλωνάς,
ο, θηλ. μυλωνού,
η, ουσ. [<μσν. μύλων (= μύλος) + κατάλ. -άς], ο μυλωνάς·
- (βάζει)
κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, λέγεται στις περιπτώσεις
που κάποιος θέλει να φανεί ανώτερος από αυτό που πραγματικά είναι: «ένας
ασήμαντος κλητήρας στο υπουργείο είναι και περνιέται για υπουργός. -Κι η
μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες»·
- θεωρία
επισκόπου και καρδία (καρδιά) μυλωνά, βλ. λ. θεωρία.