μυαλουδάκι,
το, ουσ.
[υποκορ. του ουσ. μυαλό], χαρακτηρίζει το λίγο μυαλό που έχει κάποιο άτομο:
«περίμενες να κάνει σωστά πράγματα με το μυαλουδάκι που έχει!»·
- τι
λέει το μυαλουδάκι σου! βλ. φρ. τι λέει το μυαλό σου! λ. μυαλό.
μυαλουδάκι,
το, ουσ.
[υποκορ. του ουσ. μυαλό], χαρακτηρίζει το λίγο μυαλό που έχει κάποιο άτομο:
«περίμενες να κάνει σωστά πράγματα με το μυαλουδάκι που έχει!»·
- τι
λέει το μυαλουδάκι σου! βλ. φρ. τι λέει το μυαλό σου! λ. μυαλό.