μπρούμυτα,
επίρρ.
[<όψιμο μσν. πρόμυτα <πρό + μύτη], πεσμένος ή ξαπλωμένος με το πρόσωπο
προς τη γη ή προς το κρεβάτι: «τον βρήκα μπρούμυτα πάνω στο χορτάρι || ήταν
μπρούμυτα στο κρεβάτι του»·
- πέφτω
μπρούμυτα ή πέφτω τα προύμυτα, α. πέφτω στο έδαφος νικημένος:
«ήταν τόσο δυνατός, που ο καθένας θα ’πεφτε μπρούμυτα, αν πάλευε μαζί του». β.
κολακεύω κάποιον δουλικά: «μόλις δει κανέναν πλούσιο, πέφτει τα μπρούμυτα και
του κάνει όλα τα χατίρια». γ. (ιδίως για άντρες) δέχομαι να υποστώ τη
σεξουαλική πράξη: «είναι κρίμα ένα τόσο όμορφο παιδί να πέφτει μπρούμυτα»·
- τη
βάζω μπρούμυτα ή τη βάζω τα μπρούμυτα, (για γυναίκες), βλ. φρ. τη
ρίχνω μπρούμυτα·
- τη
ρίχνω μπρούμυτα ή τη ρίχνω τα μπρούμυτα, (για γυναίκες) της επιβάλλω
τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «δεν ευχαριστιέμαι γυναίκα, αν δεν τη ρίξω
μπρούμυτα»·
- τον
βάζω μπρούμυτα ή τον βάζω τα μπρούμυτα, βλ. φρ. τον ρίχνω
μπρούμυτα·
- τον
ρίχνω μπρούμυτα ή τον ρίχνω τα μπρούμυτα, α. τον ρίχνω στο
έδαφος, τον κατανικώ, τον κατατροπώνω: «τον άρπαξε με το ’να του χέρι και τον
έριξε αμέσως μπρούμυτα». β. (ιδίως για άντρες) του επιβάλλω τη
σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο: «επειδή τον έριξαν μια φορά τα
μπρούμυτα, δεν πάει να πει πως είναι και πούστης ο άνθρωπος!».