ανθρώπινος,
-η, -ο, επίθ.
[<αρχ. ἀνθρώπινος]. 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον άνθρωπο:
«ανθρώπινες εργασίες || ανθρώπινο γένος || ανθρώπινο (αρχαίο) πνεύμα αθάνατο!».
2. το ουδ. ως ουσ. το ανθρώπινο, τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου,
που τον κάνει να ξεχωρίζει από τα ζώα: «είναι ένα κακάσχημο άτομο, που δεν έχει
τίποτα ανθρώπινο απάνω του || είναι τόσο σκληρό κι αιμοβόρο άτομο, που δεν
μπορείς ν’ ανακαλύψεις τίποτα ανθρώπινο απάνω του». 3α. το ουδ. στον πλ.
ως ουσ. τα ανθρώπινα, τα καθημερινά θέματα ή προβλήματα που απασχολούν
τους ανθρώπους: «όσο τυχερός κι αν είναι κάποιος στη ζωή του, δεν μπορεί να
γλιτώσει απ’ τ’ απλά κι ανθρώπινα». β. η ανθρώπινη μοίρα: «κανείς δεν
μπορεί ν’ αλλάξει τ’ ανθρώπινα». Επίρρ. ανθρώπινα κ. ανθρωπίνως·
- ανθρώπινα
δικαιώματα ή δικαιώματα του ανθρώπου, τα βασικά, τα θεμελιώδη
δικαιώματα του ανθρώπου, που πρέπει να γίνονται σεβαστά από κάθε πολιτική
εξουσία ή από κάθε πολιτική ιδεολογία, όπως π.χ. η προσωπική ελευθερία, η
ισότητα όλων μπροστά στους νόμους, η ανεξιθρησκία, το δικαίωμα ιδιοκτησίας, η
ελευθερία λόγου και έκφρασης κ.λπ.: «τα κράτη που δεν υπερασπίζονται τ’
ανθρώπινα δικαιώματα, δεν έχουν θέση στην Ενωμένη Ευρώπη»·
- ανθρώπινο
τείχος, βλ. λ. τείχος·
- είναι
ανθρωπίνως αδύνατο(ν) να…, βλ. λ. αδύνατος·
- με
ανθρώπινο πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο.