μπροστά,
επίρρ. [<μσν.
μπροστά <ἐμπροστά <ἐμπρός]. 1. που προηγείται χρονικά ή τοπικά. 2.
ως άκλ. ουσ. οι μπροστά, αυτοί μου προηγούνται σε μια σειρά: «οι
μπροστά, δε νοιάζονται συνήθως γι’ αυτούς που ακολουθούν». Αντίθ. πίσω. (Ακολουθούν
54 φρ.)·
- από
μπροστά παρθένα κι από πίσω μπαίνουν τρένα, βλ. λ. πίσω·
- βάζω
μπροστά, βλ. φρ. βάζω μπρος, λ. μπρος·
- βάζω
μπροστά μου, χρησιμοποιώ κάποιον ή κάτι ως ασπίδα, ως προκάλυμμα: «μόλις
άρχισαν να μας πετούν πέτρες, έβαλα μπροστά μου τον τάδε»· βλ. και φρ. τον
βάζω μπροστά·
- βάζω
μπροστά τη μηχανή, βλ. λ. μηχανή·
- βάζω
μπροστά τη μηχανή μου ή βάζω μπροστά τις μηχανές μου, βλ. λ. μηχανή·
- βλέπω
μπροστά, βλ. φρ. κοιτάζω μπροστά·
- δε
βλέπει μπροστά, δεν
έχει διορατικότητα, δεν μπορεί να δει ή να υπολογίσει μακροπρόθεσμα, είναι
κοντόφθαλμος: «όποιος σήμερα δε βλέπει μπροστά, όταν ξεκινάει μια δουλειά,
υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να αποτύχει»·
- δε
βλέπει μπροστά του, είναι πολύ μεθυσμένος και περπατάει παραπατώντας ή
σκοντάφτοντας συνεχώς: «φαίνεται θα ήπιε πάλι και δεν έβλεπε μπροστά του»·
- δε
βλέπεις μπροστά σου; επιθετική έκφραση ή έκφραση δυσφορίας σε άτομο που μας
πάτησε, μας έσπρωξε ή έπεσε επάνω μας, συνήθως χωρίς να το θέλει. Πολλές φορές,
η φρ. κλείνει με το ρε πατριώτη ή με το άνθρωπέ μου·
- δε
βλέπω μπροστά μου απ’ τη νύστα, βλ. λ. νύστα·
- δε
βλέπω μπροστά μου απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- είδα
τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. ζωή·
- είμαι
μπροστά, α. είμαι παρών σε κάτι που γίνεται ή λέγεται: «ήμουν
μπροστά, όταν πιάστηκαν στα χέρια». β. (γενικά) προπορεύομαι: «εγώ είμαι
μπροστά, αλλά πίσω μου έρχονται κι άλλοι || είμαι μπροστά στις ιδέες απ’ όλους
τους άλλους της παρέας μου»·
- είναι
έτη φωτός μπροστά, βλ. λ. έτος·
- είναι
μπροστά, α. προπορεύεται: «θα πρέπει να είναι μπροστά περίπου δυο
χιλιόμετρα». β. είναι ανώτερος, έχει υπεροχή, βρίσκεται πάντα στις
πρώτες θέσεις: «από μικρό παιδί ήταν πάντα μπροστά και τώρα που μεγάλωσε όλοι
τον παραδέχονται». γ. προηγείται της εποχής του, έχει πολύ προοδευτικές
ιδέες: «πώς να καταλάβουν τι λέει, που ο άνθρωπος είναι μπροστά πενήντα χρόνια»·
- είναι
μπροστά απ’ την εποχή του, βλ. λ. εποχή·
- είναι
μπροστά απ’ τον καιρό του, βλ. λ. καιρός·
- είναι
πάντα ένα βήμα μπροστά, βλ. λ. βήμα·
- έχω
καιρό μπροστά μου, βλ. λ. καιρός·
- έχω
χρόνο μπροστά μου, βλ. λ. χρόνος·
- η
δουλειά πάει μπροστά, βλ. λ. δουλειά·
- θα
το βρεις μπροστά σου, θα υποστείς μελλοντικά τις συνέπειες κάποιας
λανθασμένης επιλογής ή κάποιας κακής συμπεριφοράς σου: «αν ξανοιχτείς στη
δουλειά σου τώρα, θα το βρεις σε λίγο καιρό μπροστά σου, γιατί θα ξεμείνεις από
μετρητά || αν χωρίσεις στην ηλικία που βρίσκεσαι, θα το βρεις σε λίγο μπροστά
σου, γιατί θα μείνεις σαν κούτσουρο στα γεροντάματά σου». (Λαϊκό τραγούδι: έννοια
σου και θα τα βρεις μπροστά σου και τα λάθη και τα σφάλματά σου)·
- κάνω
μπροστά, βλ. συνηθέστ. κάνω μπρος·
- κοιτάζω
μπροστά, α. ενδιαφέρομαι, ενεργώ για το μέλλον μου, έχω
διορατικότητα, υπολογίζω μακροπρόθεσμα: «ο άνθρωπος θα πρέπει να μπορεί να
κοιτάζει μπροστά, αν θέλει να προκόψει». β. αγνοώ, ξεκόβω από το
παρελθόν μου που δεν ήταν ευχάριστο, αισιοδοξώ: «δε νοιάζομαι γι’ αυτά που
έγιναν μέχρι τώρα, γιατί κοιτάζω μπροστά». Πολλές φορές, μετά το ρ. ακολουθεί
το πάντα·
- μιλώ
μπροστά σ’ άδεια καθίσματα, βλ. λ. κάθισμα·
- μπροστά
απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- μπροστά
απ’ τη μύτη μου, βλ. λ. μύτη·
- μπροστά
μου (σου, του, κ.λπ), φανερά, πρόσωπο με πρόσωπο: «όταν είσαι μπροστά μου,
λες τα καλύτερα λόγια για μένα, από πίσω όμως έμαθα πως με κατηγορείς». (Λαϊκό
τραγούδι: αφού έχεις άντρα και παιδί, τι παριστάνεις δηλαδή, μπροστά του κάνεις
πως πονάς και πίσω του την κοπανάς)·
- μπροστά
μπροστά, στο πιο ακραίο τοπικό σημείο, στις πιο μπροστινές θέσεις: «μην πας
μπροστά μπροστά στο γκρεμό, γιατί μπορεί να πέσεις στο βάραθρο || καθόταν
μπροστά μπροστά για ν’ ακούει καλύτερα»·
- μπροστά
σου απλώνει χαλιά, πίσω σου ανοίγει λάκκους, βλ. λ. λάκκος·
- μπροστά
στα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- ο
μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει, βλ. λ. κώλος·
- ό,τι
πάρει η νύφη από μπροστά κι η λεχώνα στο κρεβάτι, βλ. λ. παίρνω·
- παίρνω
μπροστά, βλ. συνηθέστ. παίρνω μπρος·
- πάει
μπροστά, (για ρολόγια) δείχνει περισσότερο από την κανονική ώρα: «τι ώρα
έχεις; -Ό,τι και να σου πω μη σιγουρεύεσαι, γιατί πάει μπροστά»·
- πάντα
μπροστά! ευχή σε κάποιον που στην ερώτησή μας πώς πάνε οι δουλειές σου; μας
πληροφορεί πως όλα του έρχονται ευνοϊκά και προοδεύει, και έχει την έννοια να
συνεχιστεί αυτή η ευχάριστη κατάσταση·
- πάω
μπροστά ή πηγαίνω μπροστά, α. προπορεύομαι: «πόσο μπροστά
μπορεί να έχει πάει;». β. προκόβω, προοδεύω: «μόνο με τη δουλειά μπορεί
να πάει κανείς μπροστά». (Λαϊκό τραγούδι: τι να φταίει, τι να φταίει, που
δεν πήγαμε μπροστά, δε μετρήσαμε το κύμα και τον άνεμο σωστά). γ.
το ρολόι μου δείχνει περισσότερο από την κανονική ώρα: «τι ώρα έχεις; -Μη
σιγουρεύεσαι ό,τι κι αν σου πω, γιατί πάω μπροστά»·
- πέφτω
μπροστά στα μάτια του, βλ. λ. μάτι·
- πιο
μπροστά, πρωτύτερα: «πιο μπροστά μου είπες άλλα πράγματα, τώρα γιατί τ’
αλλάζεις;»·
- τ’
άρπαξαν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το
βρήκα μπροστά μου, μου συνέβη, ήρθα αντιμέτωπος με κάποια κατάσταση που από
καιρό φοβόμουν πως θα αντιμετωπίσω: «από καιρό φοβόμουν πως οι εργάτες μου θα
προχωρήσουν σε απεργία, ώσπου στο τέλος το βρήκα μπροστά μου», δηλ. οι εργάτες
προχώρησαν σε απεργία. (Λαϊκό τραγούδι: έννοια σου και θα τα βρεις
μπροστά σου και τα λάθη και τα σφάλματά σου)·
- το
πήραν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το
’χασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τον
βάζω μπροστά, τον παρατηρώ, τον επιπλήττω αυστηρά, τον κατσαδιάζω άγρια:
«όταν κάποιος δεν ακολουθεί τις οδηγίες του, τον βάζει μπροστά χωρίς να
λογαριάζει κανέναν»·
- τον
βλέπω όλο μπροστά μου, βλ. φρ. τον έχω όλο στα μάτια μου, λ. μάτι·
- τον
βρήκα μπροστά μου, συνάντησα ή ήρθα αντιμέτωπος με κάποιον που για ένα
σοβαρό λόγο απέφευγα να συναντήσω ή να αντιμετωπίσω: «τον μόνο που φοβόμουν απ’
τ’ αδέρφια της ήταν ο μικρότερος, αλλά κάποια στιγμή τον βρήκα μπροστά μου»·
- τον
βρίσκω όλο μπροστά μου, τον συναντώ συχνά, συνήθως ως αντίπαλο: «σ’ όλους
τους διαγωνισμούς, σ’ όλους τους πλειστηριασμούς, τον βρίσκω όλο μπροστά μου»·
- τον
βρίσκω συνέχεια μπροστά στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- τον
έχασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τον
έχω όλο μπροστά μου, βλ. φρ. τον έχω όλο στα μάτια μου, λ, μάτι·
- τον
στρώνω μπροστά, βλ. συνηθέστ. τον βάζω μπροστά·
- τον
φέρνω μπροστά, τον φέρνω ενώπιον ενωπίω: «θα τον φέρω μπροστά για να σου
διαβεβαιώσει κι αυτός πως έτσι έγιναν τα πράγματα»·
- του
βγήκα μπροστά, α. εμφανίστηκα μπροστά του και του ανέκοψα την ορμή
του: «απειλούσε πως θα τους δείρει όλους, αλλά μόλις του βγήκα μπροστά, έκανε
την πάπια». β. προσπέρασα το αυτοκίνητό του με το δικό μου και, καθώς
βρέθηκα μπροστά του, του ανέκοψα την ταχύτητά του: «μόλις του βγήκα μπροστά,
αναγκάστηκε να πατήσει φρένο για να μην πέσει απάνω μου»·
- τραβώ
μπροστά, βλ. φρ. πάω μπροστά·
-
χάσου από μπροστά μου! βλ.
φρ. χάσου απ’ τα μάτια μου! βλ. λ. μάτι.