μπρος,
επίρρ. [<αρχ.
ἐμπρός], εμπρός, μπροστά. α. ως επιφών. μπρος! απόκριση στο
άκουσμα χτύπου στην πόρτα, που σημαίνει ποιος είναι ή περάστε, ή
απόκριση στο ακουστικό τηλεφώνου μετά από κλήση, που σημαίνει ποιος είναι ή
ομιλείτε· βλ. και λ. μπρόις(!). β. ως προτρεπτικό μόριο: «μπρος,
όλοι στη δουλειά!». (Ακολουθούν 31 φρ.)·
- από
δω και μπρος, βλ. λ. εδώ·
- από
κει και μπρος, βλ. λ. εκεί·
- από
μπρος φίλος κι από πίσω σκύλος ή μπρος φίλος και πίσω σκύλος, βλ. λ.φίλος·
- βάζω
μπρος, α. αρχίζω, ξεκινώ: «αύριο βάζω μπρος μια καινούρια δουλειά ||
αύριο βάζω μπρος το χτίσιμο του σπιτιού». β. (για αυτοκίνητα ή γενικά
για μηχανήματα) θέτω σε κίνηση, σε λειτουργία: «έβαλε μπρος τ’ αυτοκίνητό του
κι έφυγε»· βλ. και φρ. τον βάζω μπρος·
-
βάζω μπρος μου, βλ.
φρ. βάζω μπροστά μου, λ. μπροστά·
- βάζω
μπρος τη μηχανή, βλ. λ. μηχανή·
- βάζω
μπρος τη μηχανή μου ή βάζω μπρος τις μηχανές μου, βλ. λ. μηχανή·
- βάρδα
μπρος! βλ. λ. βάρδα·
- δεν
παίρνει γρήγορα μπρος, βλ. φρ. δεν παίρνει εύκολα μπρος·
- δεν
παίρνει εύκολα μπρος, δεν
καταλαβαίνει εύκολα αυτό που του λέμε ή που του υποδεικνύουμε, γιατί δεν είναι
εύστροφος, δεν παίρνει εύκολα φωτιά: «πρέπει να του πεις κάτι πολλές φορές για
να το καταλάβει, γιατί δεν παίρνει εύκολα μπρος ο φουκαράς»·
- ένα
βήμα μπρος, δυο πίσω, βλ. φρ. κάνω ένα βήμα μπρος, δυο πίσω·
-
κάνει μπρος πίσω, βλ. λ. πίσω·
- κάνω
ένα βήμα μπρος, δυο πίσω, βλ. λ. βήμα·
- κάνω
μπρος, προχωρώ: «κάνε λίγο μπρος να περάσω»·
- κάνω
μπρος πίσω, βλ. λ. πίσω·
- μπρος
βαθύ και πίσω ρέμα, βλ. συνηθέστ. μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, βλ. λ. γκρεμός·
-
μπρος εμείς και δε γαμείς! βλ. λ. γαμώ·
- μπρος
πίσω, βλ. λ. πίσω·
- μπρος
στα κάλλη τι ’ν’ ο πόνος, βλ. λ. κάλλη·
- πάει
μπρος πίσω, βλ. λ. πίσω·
- παίρνω
μπρος, α. αρχίζω να καταλαβαίνω, μπαίνω στο νόημα, εννοώ: «αυτός ο
άνθρωπος δεν παίρνει μπρος με τίποτα». β. (για αυτοκίνητα ή γενικά για
μηχανήματα) αρχίζω να λειτουργώ, να κινούμαι: «μόλις πήρε μπρος τ’ αυτοκίνητό
του, έφυγε σαν βολίδα»·
- πάω
ένα βήμα μπρος, δυο πίσω, βλ. λ. βήμα·
- πάω
μπρος ή πηγαίνω μπρος, βλ. συνηθέστ. πάω μπροστά, λ. μπροστά·
- πιο
μπρος, βλ. συνηθέστ. πιο μπροστά, λ. μπροστά·
- τα
μπρος πίσω, βλ. λ. πίσω·
- το
κάνει μόνο από μπρος, (για γυναίκες) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη
μόνο φυσιολογικά: «αν βρει γυναίκα που το κάνει μόνο από μπρος, δεν πάει μαζί
της»·
- τον
βάζω μπρος, βλ. συνηθέστ. τον βάζω μπροστά, λ. μπροστά·
- τον
στρώνω μπρος, βλ. συνηθέστ. τον στρώνω μπροστά, λ. μπροστά·
- του
βγήκα μπρος, βλ. φρ. του βγήκα μπροστά, λ. μπροστά·
- τραβώ
μπρος, ιδίως στην προστακτ. τράβα μπρος, (αόριστα) συνέχισε να ζεις
τη ζωή σου. (Τραγούδι: τράβα μπρος κι όσα έρθουν κι όσα πάνε,
τράβα μπρος και του κεφαλιού σου κάνε)·
- φοράει
ποδιά μπρος πίσω, (για γυναίκες), βλ. λ. ποδιά.