μπουσουλώ
κ. μπουσουλάω
κ. μπουσουλίζω, ρ. [<ίσως από το μπούσουλας ή το αλβαν. bishulla (= με τα τέσσερα)]. 1.
(για νήπια) περπατώ με τα χέρια και με τα πόδια συγχρόνως, περπατώ με τα
τέσσερα και, κατ’ επέκταση, περπατώ άστατα από υπερβολική κούραση, νύστα ή
μεθύσι: «το μωρό μπουσουλούσε στο σαλόνι || εγώ φεύγω, γιατί έχω τόση νύστα,
που σε λίγο θα μπουσουλώ». 2α. μπουσουλώντας,δίνεται ως
απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πάει ή πώς πας ή πώς τα πας ή
πώς πάνε τα πράγματα, όταν βέβαια τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά ή
όταν εξελίσσονται με μεγάλη δυσκολία ή με πολλά προβλήματα. β. με
προθυμία, γρήγορα, αμέσως, με κάθε τρόπο, ικετευτικά, επιθυμώντας έντονα κάτι:
«λες να ’ρθει στο πάρτι μου, αν του πω πως θα ’ναι και η τάδε; -Μπουσουλώντας!».
Τέλος, αν δούμε να μπουσουλά κάποιο νήπιο μέσα στο σπίτι μας τότε, σύμφωνα με
τη λαϊκή παράδοση, θα δεχτούμε επισκέψεις·
- θα
τον κάνω να ’ρθει μπουσουλώντας, θα τον κάνω να έρθει παρακαλώντας για
κάτι: «αρνείται να δεχτεί την πρόσκλησή μου, αλλά θα τον κάνω να ’ρθει
μπουσουλώντας»·