μπούσουλας,
ο, ουσ.
[<μσν. μπούσουλας <ιταλ. bussola]. 1. ειδικό ναυτικό όργανο
προσανατολισμού, η πυξίδα: «κανένας ναυτικός δεν ταξιδεύει σήμερα χωρίς
μπούσουλα». 2. ό,τι χρησιμοποιούμε ως πρότυπο για κάποια ενέργειά μας, η
κατευθυντήρια γραμμή, ο οδηγός: «μου έχει δώσει τρεις σελίδες για μπούσουλα και
πάνω σ’ αυτές γράφω τις εκθέσεις μου»·
- βάζω
ένα μπούσουλα, βλ. φρ. βρίσκω ένα μπούσουλα·
-
βρίσκω ένα μπούσουλα, βρίσκω
τον επαγγελματικό μου προσανατολισμό: «τώρα που απολύθηκες απ’ το στρατό,
κοίταξε να βρεις ένα μπούσουλα για να τακτοποιηθείς»·
- πάω
με τον μπούσουλα ή πηγαίνω με τον μπούσουλα, α. ενεργώ με
σωφροσύνη: «δεν ενεργεί ποτέ του βιαστικά, γιατί έχει μάθει να πηγαίνει με τον
μπούσουλα». β. ενεργώ μόνο χρησιμοποιώντας ένα πρότυπο, έχω για κάποια
ενέργειά μου μια κατευθυντήρια γραμμή, έναν οδηγό: «δε βιάζεται καθόλου να
τελειώσει τη δουλειά που αναλαμβάνει, γιατί πηγαίνει πάντα με τον μπούσουλα». γ.
(γενικά) καθυστερώ, χρονοτριβώ: «έπεσα πάνω στην κίνηση και πηγαίναμε όλοι με
τον μπούσουλα»·
- χάνω
τον μπούσουλα, α. χάνω το δρόμο μου, αποπροσανατολίζομαι: «έχασα τον
μπούσουλα μέσα στα στενά δρομάκια και δεν μπορούσα να βγω στη λεωφόρο». β.
βρίσκομαι σε μεγάλη σύγχυση, δεν ξέρω τι μου γίνεται, πώς να ενεργήσω: «απ’ τη
μέρα που του ’φυγε ο αρχιεργάτης του, έχασε τον μπούσουλα και δεν ξέρει πώς να
συνεχίσει τη δουλειά». γ. χάνω την ψυχική μου ισορροπία: «απ’ τη μέρα
που έπιασε τη γυναίκα του στην αγκαλιά του καλύτερου φίλου του, έχασε τον
μπούσουλα και κάνει τρελά πράγματα».