μπουρλότο,
το, ουσ.
[<βενετ. burloto <ιταλ. brulotto (= πυρπολικό πλοίο)]. 1. το
πυρπολικό: «ο Κανάρης μ’ ένα μπουρλότο ανατίναξε την Τουρκική ναυαρχίδα». 2.
φαγητό με πολύ πιπέρι, δυνατό ποτό ή τσιγάρο, ιδίως παραγεμισμένο με χασίσι: «έβαλε
τόσο πιπέρι στο φαγητό, που το ’κανε μπουρλότο και δεν μπορούσες να το φας ||
πρόσεχε το ποτό που πίνεις, γιατί είναι σκέτο μπουρλότο και θα ζαλιστείς ||
έστριψε ένα τσιγαρλίκι, που ήταν σκέτο μπουρλότο». 3. (στη γλώσσα του
χαρτοπαιγνίου) είδος παιχνιδιού: «το μπουρλότο είναι κουμαρτζίδικο παιχνίδι»·
- βάζω
μπουρλότο, α. βάζω φωτιά, πυρπολώ: «οι ανταγωνιστές του πήγαν κρυφά
το βράδυ κι έβαλαν μπουρλότο την αποθήκη του». (Λαϊκό τραγούδι: θα τα
βάλω όλα μπουρλότο, θα τα κάψω ρε γαμώτο). β. προκαλώ κάποιον σε
τέτοιο βαθμό, που τον κάνω να ξεσπάσει βίαια: «το ’χει χούι να βάζει μπουρλότο
στους άλλους κι αυτός να κάθεται να τους βλέπει να μαλώνουν». γ. χαλώ
εντελώς μια δουλειά, υπόθεση, κατάσταση ή σχέση, τινάζω στον αέρα: «μ’ όλες
αυτές τις άστοχες ενέργειές σου έβαλες μπουρλότο στη δουλειά || η άστατη ζωή
σου έβαλε μπουρλότο στο γάμο μας»·
- γίνομαι
μπουρλότο, α. νευριάζω, θυμώνω πάρα πολύ, εξοργίζομαι: «κάθε φορά
που βλέπει τους άλλους να μαλώνουν για τα πολιτικά, γίνεται μπουρλότο». (Λαϊκό
τραγούδι: ώρες τώρα σε κρυφοκοιτάζω· γίνομαι μπουρλότο, νευριάζω).
β. βρίσκομαι σε σεξουαλική διέγερση, ανάβω: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη
γυναικάρα, γίνομαι μπουρλότο»· βλ. και φρ. έγινε μπουρλότο·
- έγινε
μπουρλότο, καταστράφηκε από τη φωτιά ολοσχερώς: «από ένα αναμμένο τσιγάρο
που έπεσε στο πάτωμα και ξεχάστηκε, έγινε μπουρλότο ολόκληρο σπίτι»· βλ. και
φρ. γίνομαι μπουρλότο·
- είμαι
μπουρλότο, είμαι πολύ θυμωμένος, οργισμένος, νευριασμένος: «δε θέλω την
παραμικρή αντίρρηση, γιατί ήδη είμαι μπουρλότο»·
- τον
κάνω μπουρλότο, τον κάνω να νευριάσει, να θυμώσει πάρα πολύ, τον εξοργίζω:
«αν θέλεις να τον κάνεις μπουρλότο, άνοιξε κουβέντα για πολιτικά».