μπουρδελότσαρκα
κ. μπορντελότσαρκα, η, ουσ. [<μπουρδέλο + τσάρκα],
διαδοχικές επισκέψεις ενός αγοριού ή ενός άντρα ή συνήθως παρέας στα μπουρδέλα:
«είχα λεύτερο χρόνο κι έκανα μια μπουρδελότσαρκα να ξεσκάσω». Η μπουρδελότσαρκα
κατά τη δεκαετία του 1950 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 υπήρξε η
αγαπημένη «περιπέτεια», ιδίως των εφήβων των μεγάλων πόλεων, που κατέβαιναν
ομαδικά από τις γύρω γειτονιές στα μπουρδέλα του κέντρου, τότε που ακόμα ήταν αυτά
συγκεντρωμένα σε συγκεκριμένους χώρους. Στη Θεσσαλονίκη βρίσκονταν στην περιοχή
του λιμανιού, του Βαρδαρίου, της Μπάρας, στην πλατεία Μοριχόβου και στα
Λαδάδικα, στην Αθήνα στην περιοχή του Μεταξουργείου, στον Πειραιά στην περιοχή
της Τρούμπας (οδός Φιλελλήνων - Νοταρά). Σήμερα που τα μπουρδέλα τείνουν να
εξαφανιστούν, γιατί ο πληρωμένος έρωτας έχει πάρει άλλες μορφές
«εμπορευματοποίησης», μπουρδελότσαρκα λέγονται οι διαδοχικές ομαδικές
επισκέψεις της παρέας σε διάφορα λαϊκά μπαρ ή σε μπαρ που σερβίρουν ή
παρουσιάζουν διάφορα «καλλιτεχνικά» προγράμματα αλλοδαπές γυναίκες, όπου
υπάρχει περίπτωση να φύγει κανείς με γυναικεία συντροφιά·
- βγαίνω
μπουρδελότσαρκα, περιφέρομαι σε περιοχές μπουρδέλων ή νυχτερινών κέντρων,
όπου συχνάζουν γυναίκες ελευθερίων ηθών: «τώρα δεν είμαι πια νέος για να βγαίνω
μπουρδελότσαρκα».