ανθιστός,
-ή, -ό, επίθ.
[από το θέμα αορ. του ρ. ανθίζω + κατάλ. -τός], (στη γλώσσα της αργκό) που
είναι γνωστός, σεσημασμένος στην Ασφάλεια: «αυτός που βάλατε να μεταφέρει τα
λαθραία, είναι χρόνια ανθιστός στην Ασφάλεια και θα τον τσακώσουν με το πρώτο»·
- γίνομαι
ανθιστός, γίνομαι αντιληπτός, ξεσκεπάζομαι: «μόλις έγινε ανθιστός, έβαλε
την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια του κι όπου φύγει φύγει».