μπουνταλοσύνη,
η, ουσ.
[<μπουνταλάς + κατάλ. -οσύνη], η ιδιότητα του μπουνταλά, η ανοησία, η
κουταμάρα: «άσε τις μπουνταλοσύνες και σκέψου καλά πριν αποφασίσεις κάτι για τη
δουλειά»·
- η
μεγάλη καλοσύνη είναι και μπουνταλοσύνη, αυτός που κάνει καλοσύνες παραβλέποντας το προσωπικό
του όφελος ή συμφέρον, είναι μπουνταλάς: «είπαμε, ρε παιδάκι μου να βοηθάς τους
συνανθρώπους σου αλλά, μην ξεχνάς πως, η μεγάλη καλοσύνη είναι και
μπουνταλοσύνη».