μπουνταλάς,
ο, θηλ. μπουνταλού,
η, ουσ. [<τουρκ. budala], ο αφελής, ο κουτός, ο ανόητος, ο αργόστροφος:
«μην έχεις πολλές απαιτήσεις απ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι μπουνταλάς και
δεν παίρνει στροφές το μυαλό του»·
- απ’
το λέγε λέγε, την έφαγε ο μπουνταλάς, βλ.
συνηθέστ. λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει τη γριά και θέλει, λ. κοπέλι·
-
οπού ’ναι γέρος μπουνταλάς, απού τα νιάτα το ’χει, η όποια ιδιότητα του ανθρώπου
αναπτύσσεται από τη νεαρή ηλικία του: «δε χάζεψε ο φουκαράς τώρα που γέρασε,
γιατί οπού ’ναι γέρος μπουνταλάς, απού τα νιάτα το ’χει».