μπουνιά,
η, ουσ.
[<βενετ. bugna <λατιν. pugna (= πυγμαχία) <pugnus (= γροθιά, πυγμή)], χτύπημα με
γροθιά: «όταν άρχισαν τις μπουνιές, δεν τολμούσε κανένας να μπει ανάμεσά τους
να τους χωρίσει». (Ακολουθούν 18 φρ.)·
- είναι
για μπουνιές, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό ή συμπεριφέρεται με τέτοιο
τρόπο, σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «αφού σε κατηγορεί χωρίς λόγο, είναι για
μπουνιές». Για συνών. βλ. φρ. είναι για χαστούκια, λ. χαστούκι·
- έφαγε
μπουνιές ή έφαγε τις μπουνιές του, γρονθοκοπήθηκε, έφαγε ξύλο από
κάποιον: «έπρεπε να φάει πρώτα τις μπουνιές του για να καθίσει φρόνιμα». Συνών.
έφαγε γροθιές ή έφαγε τις γροθιές του·
- θέλει
μπουνιές ή θέλει τις μπουνιές του ή τις θέλει τις μπουνιές του, βλ.
φρ. είναι για μπουνιές·
- παίξαμε
μπουνιές, ανταλλάξαμε γροθιές με κάποιον: «μ’ αυτόν που βλέπεις παίξαμε μπουνιές
πριν από μια βδομάδα». Συνών. παίξαμε γροθιές·
- πέφτουν
μπουνιές, γίνεται άγριος καβγάς: «μόλις έμαθαν πως πέφτουν μπουνιές στο
καφενείο, έτρεξαν όλοι να πάνε να δουν». (Λαϊκό τραγούδι: όπου ανοίξει ο
τσαμπουκάς και πέσουνε μπουνιές πάλι εγώ στη μέση, λεν πετούσα καρεκλιές).
Συνών. πέφτουν γροθιές·
- πλακώνομαι
στις μπουνιές, μαλώνω με κάποιον ανταλλάσσοντας χτυπήματα με μπουνιές:
«είχαν από παλιά διαφορές μεταξύ τους και μόλις συναντήθηκαν, πλακώθηκαν στις
μπουνιές». Συνών. πλακώνομαι στις γροθιές·
- τον
πέθανα στις μπουνιές, βλ. φρ. τον τρέλανα στις μπουνιές·
- τον
πλάκωσα στις μπουνιές, τον έδειρα χτυπώντας τον αλλεπάλληλα με τις μπουνιές
μου, τον γρονθοκόπησα: «επειδή δεν έπαψε στιγμή να κατηγορεί το φίλο μου, τον
πλάκωσα στις μπουνιές». Συνών. τον πλάκωσα στις γροθιές·
- τον
τάραξα στις μπουνιές, τον έδειρε άγρια, τον ξυλοκόπησε: «μόλις του ’βρισε ο
άλλος τη μάνα, τον άρπαξε στα χέρια και τον τάραξε στις μπουνιές». Συνών. τον
τάραξα στις γροθιές·
- τον
τρέλανα στις μπουνιές, τον ξυλοκόπησα άγρια: «μόλις τον είδα να βάζει χέρι
στο ταμείο, τον τρέλανα στις μπουνιές». Συνών. τον τρέλανα στις γροθιές·
- του
’δωσα μια μπουνιά, βλ. φρ. του ’ριξα μια μπουνιά·
- του
’δωσα μπουνιές ή του ’δωσα τις μπουνιές του, βλ. φρ. του ’ριξα
μπουνιές ή του ’ριξα τις μπουνιές του·
- του
κάθισα μια μπουνιά, τον χτύπησα με την μπουνιά μου στο πρόσωπο, ιδίως με
κατεύθυνση από πάνω προς τα κάτω: «μας έκανε τον άγριο για να τον φοβηθούμε,
μόλις όμως του κάθισα μια μπουνιά, έφυγε σαν βρεγμένη γάτα». Συνών. του
κάθισα μια γροθιά·
- του
’κοψα μια μπουνιά, τον χτύπησα με την μπουνιά μου στο πρόσωπο: «λίγο πριν
μας χωρίσουν, πρόλαβα και του ’κοψα μια μπουνιά». Συνών. του ’κοψα μια
γροθιά·
- του
’ριξα μια μπουνιά, τον χτύπησα με την μπουνιά μου στο πρόσωπο: «λίγο πριν
μας χωρίσουν πρόλαβα και του ’δωσα μια μπουνιά». Συνών. του ’ριξα μια γροθιά·
- του
’ριξα μπουνιές ή του ’ριξα τις μπουνιές του, τον γρονθοκόπησα, τον
έδειρα και, κατ’ επέκταση, τον νίκησα: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, του ’ριξα
τις μπουνιές του κι ησύχασε».Συνών. του ’ριξα γροθιές ή του ’ριξα τις
γροθιές του·
- του
τράβηξα μια μπουνιά, βλ.
φρ. του κάθισα μια μπουνιά·
-
τρώω μπουνιές ή τρώω
τις μπουνιές μου, δέχομαι μπουνιές, με δέρνει κάποιος άγρια και, κατ’
επέκταση, με νικά: «δεν είμαι χαζός να μαλώσω μαζί του, γιατί τρώω μπουνιές
κάθε φορά που μαλώνω». Συνών. τρώω γροθιές ή τρώω τις γροθιές μου.