μπουμπρέκι,
το, ουσ.
[<τουρκ. böbrek], το νεφρό: «με πονάει το δεξί
μπουμπρέκι μου». Ακούγεται και μπουμπουρέκι, το·
- θα
σου φάω τα μπουμπρέκια, βλ. συνηθέστ. θα σου φάω τα συκώτια, λ.
συκώτι·
- μου
’πρηξε τα μπουμπρέκια ή μου ’χει πρήξει τα μπουμπρέκια, βλ.
συνηθέστ. μου ’πρηξε τα συκώτια, λ. συκώτι·
- μου
’φαγε τα μπουμπρέκια ή μου ’χει φάει τα μπουμπρέκια, βλ. συνηθέστ. μου
’φαγε τα συκώτια, λ. συκώτι.