ανήφορος,
ο, ουσ.
[<μσν. ἀνήφορος <μτγν. ἀνώφερος <αρχ. ἀνωφερής], ο ανήφορος· οι
δυσκολίες που υπάρχουν ή που παρουσιάζονται σε μια ανοδική ή εξελικτική πορεία
ατόμου, εργασίας ή υπόθεσης: «έχει πολύ ανήφορο ακόμη μέχρι να πάρει το δίπλωμα
του γιατρού || η δουλειά έχει πολύ ανήφορο ακόμη για να τελειώσει || η
πολεοδομία ενέκρινε τα σχέδια του κτίσματος, αλλά έχουμε ακόμη ανήφορο μέχρι να
πάρουμε και την άδεια για να χτίσουμε»·
-
ανάμεσα στον ανήφορο και στον κατήφορο υπάρχει και ο ίσιος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- η
γριά κι αν στολίζεται, στον ανήφορο γνωρίζεται, βλ. λ. γριά·
- ο
ανήφορος φέρνει κατήφορο, βλ. λ. κατήφορος·
- ο
μεγάλος ανήφορος έχει και μεγάλο κατήφορο, βλ. λ. κατήφορος.
- πήραν
τον ανήφορο, (για τιμές αγαθών) αυξήθηκαν: «όλες οι τιμές των καταναλωτικών
αγαθών πήραν τον ανήφορο κατά τη διάρκεια των γιορτών».
-
τραβάει την ανηφόρα, η
ανοδική ή εξελεγκτική πορεία ατόμου, εργασίας ή υπόθεσης πραγματοποιείται με
δυσκολίες: «παρ’ όλες τις αναποδιές που του ’τυχαν στη ζωή του, τραβάει την
ανηφόρα, όπως και τόσοι άλλοι || η υπόθεση κούτσα κούτσα τραβάει την ανηφόρα».
(Τραγούδι: κι η
ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα).