μπουμ1,
το, άκλ. ουσ. [ηχομιμητική
λ. από τον ήχο του πυροβόλου όπλου που εκπυρσοκροτεί ή από τον ήχο που αφήνει
κάποιο αντικείμενο που χτυπάει κάτω], συνήθως ως επιφώνημα μπουμ! με το
οποίο επιχειρούμε να τρομάξουμε κάποιον: «πήγε κρυφά από πίσω του κι μ’ ένα
δυνατό μπουμ, που έκανε, τον υποχρέωσε να πεταχτεί μέχρι το ταβάνι»· βλ. και λ.
μπαμ·
- και
μπαμ και μπουμ, βλ. λ. μπαμ·
- κάνω
μπουμ, (στη γλώσσα των νηπίων) πέφτω: «πρόσεχε μην κάνεις μπουμ || μη, μπουμ!»·
βλ. και φρ. κάνω μπαμ, λ. μπαμ·
-
μπαμ μπουμ ή το
(τα) μαπμ μπουμ, βλ. λ. μπαμ.