μπουκέτο,
το, ουσ.
[<γαλλ. bouquet]. 1. λουλούδια ταιριασμένα σε σύνολο, η ανθοδέσμη.
(Τραγούδι: ένα μπουκέτο μενεξέδες έχω φυλάξει στοργικά στην κάμαρά
μου, ένα μπουκέτο μενεξέδες απομεινάρι θλιβερό απ’ την καρδιά μου). 2.
(στη γλώσσα της αργκό) γροθιά στο πρόσωπο: «μόλις γενικεύτηκε ο καβγάς, τα
μπουκέτα έπεφταν βροχή». Υποκορ. μπουκετάκι, το·
- έφαγε
τα μπουκέτα του, γρονθοκοπήθηκε από κάποιον στο πρόσωπο και, κατ’ επέκταση,
κατανικήθηκε: «πήγε να κάνει το μάγκα στον τάδε, αλλά έφαγε τα μπουκέτα του κι
έφυγε σαν βρεγμένη γάτα»·
- του
ρίχνω ένα μπουκέτο, τον χτυπώ με τη γροθιά μου στο πρόσωπο: «του ’ριξε ένα
μπουκέτο και τον ξάπλωσε στο χώμα»·
- του
ρίχνω τα μπουκέτα του, τον γρονθοκοπώ στο πρόσωπο και, κατ’ επέκταση, τον
κατανικώ: «όταν αρπάχτηκαν, του ’ριξε τα μπουκέτα του ο δικός σου».