μπουζού,
η, ουσ. [ιταλ.
puzzu (= τσέπη, σάκος)], (στη γλώσσα της αργκό) 1. η κρύπτη, η κρυψώνα:
«έχει μια μπουζού για να κρύβεται κάθε φορά που τον κυνηγάνε || έχει την μπουζού
του γεμάτη με λαθραία». 2. κρυφή τσέπη ή διπλοφοδραρισμένο πανωφόρι,
ιδίως για να ρίχνει κανείς εκεί μέσα τα κλεψιμαίικα: «επειδή του έκλεψαν μια
φορά το πορτοφόλι, τώρα το βάζει στην μπουζού κι έχει το κεφάλι του ήσυχο ||
κάθε τόσο έβαζε το χέρι στην μπουζού και μας έβγαζε κι ένα καινούριο
κλεψιμαίικο». 3. η φυλακή: «τον είχαν δυο χρόνια στην μπουζού». Συνών. αλυσίδες
(3) / κάγκελα (3) / σίδερα (4) / στενή (2) / στρουγκού / φρέσκο / χάψη / ψειρού·
- βάζω
στην μπουζού, βλ. φρ. ρίχνω στην μπουζού·
- μπαίνω
στην μπουζού, μπαίνω στη φυλακή, φυλακίζομαι: «με τις κομπίνες που κάνει,
σίγουρα θα μπει στην μπουζού»·
- ρίχνω
στην μπουζού, κρύβω, φυλάγω: «ρίχνει στην μπουζού τα κλεψιμαίικα και τα
βγάζει σιγά σιγά για να τα πουλήσει»·
- τον
βάζω στην μπουζού, βλ. φρ. τον ρίχνω στην μπουζού·
- τον ρίχνω στην μπουζού, τον
φυλακίζω: «με τις παλιοπαρέες που έχει μπλέξει, σίγουρα θα τον ρίξουν πάλι στην
μπουζού».