μπουγιουρντί,
το, ουσ.
[<τουρκ. buyurdi γ΄ εν. πρόσ. του ρ. buyur (= διατάζω)]. 1. έγγραφο
στο οποίο αναγράφεται κάποια ποινή ή έγγραφο με άλλο δυσάρεστο περιεχόμενο:
«λένε πως έφαγε τρία χρονάκια, αλλά δεν ήρθε ακόμα το μπουγιουρντί να το
πιστοποιήσουμε || του ’ρθε το μπουγιουρντί της απόλυσής του απ’ τη δουλειά». 2.
δημόσιο έγγραφο με δυσάρεστο περιεχόμενο: «του ’ρθε το μπουγιουρντί της εφορίας
και τραβάει τα μαλλιά του». 3. έγγραφη διαταγή, έγγραφη άδεια,
πιστοποιητικό. (Λαϊκό τραγούδι: επήρα τη γυναίκα μου, παίρνω το μπουγιουρντί
μου, τα σέα μου τα μέα μου, και βουρ! για το τσαρδί μου). 4.
επίπληξη, κατσάδα: «να δω πώς θα γλιτώσω το μπουγιουρντί απ’ το γέρο μου, που
γύρισα χτες βράδυ μεθυσμένος στο σπίτι». 5. λογαριασμός ή πρόστιμο που
πρέπει να πληρώσουμε: «μπορεί να φάγαμε καλά, αλλά μας ήρθε ένα μπουγιουρντί
στο τέλος, που μας χάλασε τη χώνεψη»·
- τρώω
μπουγιουρντί, α. με επιπλήττει, με κατσαδιάζει κάποιος: «κάθε φορά
που γυρίζω αργά το βράδυ στο σπίτι, τρώω μπουγιουρντί απ’ τον πατέρα μου». β.
με δέρνει κάποιος, τρώω ξύλο: «θα φας τέτοιο μπουγιουρντί αν σε πιάσω στα χέρια
μου, που θα κάνεις μέρες να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι σου!». (Λαϊκό τραγούδι: έχω
ντερβίση, μάγκα κι αλανιάρη, έχω λεβέντη και φόρτσα μπελαλή, που το ζουνάρι του
για καβγά κρεμάει κι από τα κείνονε θα φας το μπουγιουρντί).