μπου2,
το, άκλ. ουσ.
[ηχομιμητική λ.], (στη γλώσσα των νηπίων) το νερό·
- θέλω
μπου, θέλω να πιω, διψώ: «μαμά, θέλω μπου»·
- κάνω
μπου, πίνω νερό: «έλα μωράκι μου, κάνε μπου».
μπου2,
το, άκλ. ουσ.
[ηχομιμητική λ.], (στη γλώσσα των νηπίων) το νερό·
- θέλω
μπου, θέλω να πιω, διψώ: «μαμά, θέλω μπου»·
- κάνω
μπου, πίνω νερό: «έλα μωράκι μου, κάνε μπου».