μπότα, η, ουσ. [<μσν. μπότα <γαλλ. botte], η μπότα. 1. ειδικό εξάρτημα της γκρανκάσας, που χρησιμοποιείται με το πόδι: «κάποια στιγμή μπερδεύτηκε το πόδι του και δεν ακούστηκαν δυο χτύποι της μπότας». 2. κατάσταση που μας καταπιέζει αφόρητα: «η εφτάχρονη χουντική μπότα». (Λαϊκό τραγούδι: η μπότα του καταχτητή παντού τη φρίκη απλώνει κι όπου πατεί κι όπου πατεί χορτάρι δε φυτρώνει
- γερμανική μπότα, βλ. λ. γερμανικός·
- μπαίνω κάτω απ’ την μπότα (κάποιου), α. υποδουλώνομαι, υποτάσσομαι στη βούληση κάποιου: «ο λαός μπήκε κάτω απ’ την μπότα του κατακτητή». β. κάνω τα κέφια κάποιου: «εγώ, όση ανάγκη και να ’χω, δεν πρόκειται να μπω κάτω απ’ την μπότα κανενός».