μπορώ,
ρ. [<μσν.
μπορῶ και ἐμπορῶ <αρχ. εὐπορῶ <εὔπορος, με παρετυμολ. επίδραση του ἔμπορος],
μπορώ. 1. είμαι σε θέση, έχω τη δυνατότητα: «άμα θέλεις να τον βοηθήσεις,
μπορείς || τώρα που τελείωσε η δουλειά, μπορείς να φύγεις». 2. ανέχομαι:
«δεν μπορώ ν’ ακούω βλακείες». 3. (στο γ΄ πρόσ.) μπορεί, είναι
δυνατό, πιθανό, υπάρχει η δυνατότητα, η πιθανότητα, ίσως: «ας περιμένουμε λίγο
ακόμη, γιατί μπορεί να ’ρθει || θα ’ρθει ο τάδε; -Μπορεί». (Ακολουθούν 62 φρ.)·
- ακόμη
το βρακί του δεν μπορεί να δέσει, παντρειά μου γυρεύει, βλ. λ. βρακί·
- αλλού
κι αλλού μπορεί να…, βλ. λ. αλλού·
- αν
μπορείς, κάνε κι αλλιώς, βλ. λ. αλλιώς·
- αν
μπορείς, πιάσ’ του τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- βάλ’
τον (βάλ’ τη, βάλ’ το) όπου μπορείς (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την
ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. όπου·
- δε
θα μπορέσω! ή δε θα μπορέσουμε! έκφραση άρνησης ή αδιαφορίας: «θα
μου δανείσεις χίλια ευρώ; -Δε θα μπορέσω». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ όποιον
αρέσουμε και για τους άλλους δε θα μπορέσουμε). Πολλές φορές, της
φρ. προτάσσεται το με συγχωρείτε. (Λαϊκό τραγούδι: στο ξαναλέω μην
επιμένεις και δε θα πέσω, με συγχωρείτε δε θα μπορέσω). Ο πλ. και
όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. δε θα παραλείψω! λ.
παραλείπω·
- δεν
μπορεί, α. έκφραση που δηλώνει την αντίθεσή μας ή την αμφισβήτησή
μας στα λεγόμενα κάποιου: «το ταμείο ήταν ανοιχτό. -Δεν μπορεί, γιατί εγώ ο
ίδιος το κλείδωσα || ο τάδε έφυγε για το εξωτερικό. -Δεν μπορεί, γιατί πριν από
λίγη ώρα μιλούσα μαζί του». β. έκφραση που δηλώνει πως είναι δυνατό,
πιθανό ή ενδεχόμενο να συμβεί αυτό που θέλουμε ή αυτό που επιδιώκουμε: «δεν
μπορεί, θα τον τρακάρω κάπου κάποια στιγμή και τότε θα τα πούμε». (Τραγούδι: δεν
μπορεί δεν μπορεί, κάπου θα συναντηθούμε, δεν μπορεί δεν μπορεί στο
ίδιο σπίτι ζούμε)·
- δεν
μπορεί κανένας να τα βάλει με το Θεό, βλ. λ. Θεός·
- δεν
μπορεί κανένας να τον κουνήσει απ’ τη θέση του, βλ. λ. θέση·
- δεν
μπορεί κανένας να τον κουνήσει απ’ την καρέκλα του, βλ. λ. καρέκλα·
- δεν
μπορεί να…, α. είναι αδύνατο, απίθανο ή απίστευτο να…: «ο τάδε είπε
τα χειρότερα λόγια για σένα. -Δεν μπορεί να με κατηγόρησε, γιατί είναι φίλος
μου». β. δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται: «δεν μπορεί να μπει κανείς μέσα
χωρίς εισιτήριο»·
- δεν
μπορεί να βαστήξει παιδί ή δεν μπορεί να κρατήσει παιδί, βλ. λ. παιδί·
- δεν
μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- δεν
μπορεί να βρει καφέ στη Βραζιλία, βλ. λ. καφές·
- δεν
μπορεί να γίνει χωριό, βλ. λ. χωριό·
- δεν
μπορεί να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν μπορεί να χωρίσει δυο
γαϊδουριών άχυρο, βλ. λ. γαϊδούρι·
- δεν
μπορεί ούτε να βήξει, βλ. λ. βήχω·
- δεν
μπορεί παρά να…, βλ. λ. παρά·
- δεν
μπορείς να…, α. δεν έχεις τη δυνατότητα, την ευχέρεια, την ικανότητα
να…: «δεν μπορείς να με συναγωνιστείς στο τρέξιμο». β. δεν σου
επιτρέπεται, σου απαγορεύεται: «δεν μπορείς να μπεις μέσα χωρίς εισιτήριο»·
- δεν
μπορείς να πατάς σε δυο βάρκες, βλ. λ. βάρκα·
- δεν
μπορείς να φτιάξεις μετάξι από δέρμα γουρουνιού, βλ. λ. γουρούνι·
- δεν
μπορούμε να κάνουμε χωριό, βλ. λ. χωριό·
- δεν
μπορώ, είμαι άρρωστος. (Δημοτικό τραγούδι: δεν μπορώ,
μανούλα μ’, δεν μπορώ, σύρε να μου φέρεις το γιατρό)·
- δεν
μπορώ να βρω (την) άκρη, βλ. λ. άκρη·
- δεν
μπορώ να πάρω τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- δεν
μπορώ να πω, βλ. φρ. δε λέω, λ. λέω·
- δεν
μπορώ να σηκώσω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν
μπορώ να σταθώ στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- δεν
μπορώ να σύρω τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- δεν
μπορώ να το φανταστώ, βλ. λ. φαντάζομαι·
- δεν
μπορώ να το χωνέψω, βλ. λ. χωνεύω·
- δεν
ξέρεις μέχρι πού μπορώ να φτάσω, βλ. λ. φτάνω·
- δεν
ξέρεις τι μπορεί να κάνει! βλ. λ. κάνω·
- δεν
ξέρεις τι μπορώ να κάνω, βλ. λ. κάνω·
- δεν
το μπορώ να…, δε μου είναι δυνατό να ενεργήσω με τον τρόπο που αναφέρω ή με
τον τρόπο που μου υποδεικνύει κάποιος: «δεν το μπορώ να του κάνω μήνυση, γιατί
κάποτε ήμασταν πολύ φίλοι || ξέχνα πως ήσασταν κάποτε φίλοι και κάν’ του
μήνυση. -Δεν το μπορώ»·
- δεν
τον μπορώ, δεν αντέχω την παρουσία του, δεν τον ανέχομαι: «πάρ’ τε τον από
μπροστά μου, γιατί δεν τον μπορώ αυτόν τον άνθρωπο». Πολλές φορές, η φρ.
κλείνει με το άλλο·
- έδωσα
όσο μπορούσα ή έδωσα ό,τι μπορούσα, βλ. λ. δίνω·
- εμείς
μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε, βλ. λ. μαζί·
- κάνω
ό,τι μπορώ, βλ. λ. κάνω·
- κάτι
τέτοια μου κάνεις και δεν μπορώ να σε ξεχάσω, βλ. λ. ξεχνώ·
- κάτι
τέτοια μου λες και δεν μπορώ να σε ξεχάσω, βλ. λ. ξεχνώ·
- μπορεί
και να…, ίσως και να…: «μην απελπίζεσαι, γιατί μπορεί και να έρθει || απ’
ό,τι μου είπε, μπορεί και να μην έρθει»·
- μπορεί
να βγει έτσι η δουλειά! ή μπορεί να γίνει έτσι η δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
- μπορούμε
να κάνουμε κι αλλιώς; ή μπορώ να κάνω κι αλλιώς; βλ. λ. αλλιώς·
- μπορώ
να…; α. επιτρέπεται να…(;): «μπορώ να περάσω με τ’ αμάξι μου απ’
αυτό το μέρος;». β. έχω τη δυνατότητα να…(;): «μπορώ να σας απασχολήσω
λιγάκι;»·
- μπορώ
να παίξω; (κάτι), (στη νεοαργκό) βλ. λ. παίζω·
- μπορώ
να πω, έχω τη βεβαιότητα, τη σιγουριά. (Τραγούδι: κι εγώ τη βρήκα πολύ
μαζί του, μπορώ να πω πως μπήκα στο πετσί του)·
- μπορώ
να σπάσω αβγά, βλ. λ. αβγό·
- μύγα
που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι, βλ. λ. μύγα·
- να
μη σου δώσει ο Θεός όσα μπορείς ν’ αντέξεις, βλ. λ. Θεός·
- ο
βλάκας μπορεί να σου κάνει μεγαλύτερο κακό από έναν κακό, βλ. λ. βλάκας·
- ο
γλυκομίλητος μπορεί να θηλάσει και λέαινα, βλ. λ. γλυκομίλητος·
- όπως
μπορείς, βλ. λ. όπως·
- πότε
ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί, βλ. λ. Γιάννης·
- που
αγάλια αγάλια περπατεί, μακριά μπορεί να φτάσει, βλ. λ. αγάλια·
- πώς
μπόρεσες και…; ή πώς μπόρεσες να…; βλ. λ. πώς·
- πώς
το μπορεί η καρδιά σου να…; βλ. λ. καρδιά·
- πώς
το μπορεί η ψυχή σου να…; βλ. λ. ψυχή·
- το
μπορώ με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- τον
μπορώ με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- χέρι
που δεν μπορείς να το δαγκάσεις, φίλησέ το, βλ. λ. χέρι·
- χώσ’
τον (χώσ’ τη, χώσ’ το) όπου μπορείς (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την
ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. χώνω.