ανίψι
κ. ανιψίδι,
το, ουσ. [<ανιψιός | κατάλ. -ι], ο ανεψιός, η ανεψιά: «ο παππούς
περιμένει τ’ ανίψια του κι είναι όλο χαρά». Υποκορ. ανιψούδι, το·
-
όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια, λέγεται γιατί έχει παρατηρηθεί
ότι τα άτεκνα ζευγάρια δείχνουν όλη την αγάπη και στοργή τους στα τυχόν ανίψια τους,
πράγμα που τα κακομαθαίνει και γίνονται κακότροπα και καταπιεστικά.