μπογαλάκι,
το, ουσ.
[υποκορ. του ουσ. μπόγος]. 1. μικρός μπόγος: «ποιανού ’ναι αυτό το
μπογαλάκι;». 2. συνήθως στον πλ. τα μπογαλάκια, τα προσωπικά
είδη, τα προσωπικά πράγματα, οι αποσκευές: «άφησε τα μπογαλάκια σου σ’ αυτή τη
γωνιά, κι όταν θα ’ναι να φύγεις, τα παίρνεις»·
- μάζευε
τα μπογαλάκια σου, βλ. φρ. πάρε τα μπογαλάκια σου·
- μαζεύω
τα μπογαλάκια μου και φεύγω, βλ. φρ. παίρνω τα μπογαλάκια μου και φεύγω·
-
παίρνω τα μπογαλάκια μου και φεύγω, φεύγω,
αποχωρώ από κάπου: «τα ’μπλεξε με μια πιτσιρίκα, γι’ αυτό πήρε τα μπογαλάκια
του κι έφυγε απ’ το σπίτι || παιδιά, επειδή πέρασε η ώρα, εγώ παίρνω τα
μπογαλάκια μου και φεύγω, γιατί θ’ ανησυχούν στο σπίτι». Από την εικόνα του
ατόμου, που, όταν φεύγει από κάποιο μέρος, παίρνει μαζί του και τα προσωπικά
του είδη·
- πάρε
τα μπογαλάκια σου, (απειλητικά) φύγε, ξεκουμπίσου: «αφού μου δημιουργείς
συνέχεια προβλήματα, πάρε τα μπογαλάκια σου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται
το άιντε ή το μπρος και κλείνει με το και δρόμο ή και
δίνε του ή και τράβα. (Λαϊκό τραγούδι: δεν κάνω πια υπομονή, τώρα
σου δίνω το πανί, πάρε τα μπογαλάκια σου και τράβα στο τσαντιράκι σου)·
- της
δίνω τα μπογαλάκια στο χέρι ή της δίνω τα μπογαλάκια της στο χέρι, (για
άντρες) διακόπτω τον ερωτικό δεσμό που έχω μαζί της, τη διώχνω: «αφού δεν
εννοούσε να κάνει αυτά που της έλεγα, της έδωσα τα μπογαλάκια της στο χέρι»·
- του
δίνω τα μπογαλάκια στο χέρι ή του δίνω τα μπογαλάκια του στο χέρι, α.
τον διώχνω από τη θέση εργασίας που του είχα προσφέρει, τον διώχνω από τη
δουλειά μου, την επιχείρησή μου, τον απολύω: «επειδή έκανε συνέχεια κοπάνα, του
’δωσα κι εγώ τα μπογαλάκια του στο χέρι να πάει να βρει αλλού δουλειά». β.
(για γυναίκες) διακόπτω τον ερωτικό δεσμό που έχω μαζί του: «επειδή κάθε βράδυ
γυρνούσε μεθυσμένος στο σπίτι, του ’δωσε τα μπογαλάκια του στο χέρι».