μπλεγμένος,
-η, -ο, επίθ.
[μτχ. του ρ. μπλέκω], μπλεγμένος. 1. που είναι πολύπλοκος,
περιπλεγμένος: «είναι πολύ μπλεγμένη η δουλειά και το σκέφτομαι αν θα πάρω
μέρος». 2. που είναι ανακατεμένος σε μια υπόθεση, ιδίως παράνομη: «στη
ληστεία της τράπεζας ήταν μπλεγμένος κι ο τάδε». 3. (και για τα δυο
φύλα) που έχει δημιουργήσει ερωτικές σχέσεις, ερωτικό δεσμό: «είναι μπλεγμένος
με την κόρη του τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: αμάν, αμάν, αχ Έλλη, κανένας δε σε
θέλει, γιατ’ είσαι φιλημένη, στου νταβατζή μπλεγμένη)·
- τα
’χουμε μπλεγμένα, έχουμε
ερωτικές σχέσεις: «με την τάδε τα ’χουμε μπλεγμένα περίπου ένα χρόνο». (Λαϊκό
τραγούδι: η μάνα σου η μπλου σε προξενεύει αλλού κι ας τα ’χουμε
μπλεγμένα οι δυο μας προ πολλού).